ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1. ΣΚΟΠΟΣ
Το άρθρο αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στις Ελληνικές Επιχειρήσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνικές Επιχειρήσεις κατά την διάρκεια της κρίσης, προβλήματα που συνεχίζουν να είναι έντονα μέχρι και σήμερα.
Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν και αντιμετώπιζαν οι επιχειρήσεις δεν οφείλονται όλα αποκλειστικά και μόνο στην κρίση, αλλά και σε εγγενείς οργανωτικές και λειτουργικές αδυναμίες έλλειψη κάθε χρηματοοικονομικού προγραμματισμού και ελέγχου της ρευστότητας.
Ο περιορισμός ως και μηδενικός τραπεζικός δανεισμός, η εισαγωγή των CapitalControls, η μεταβολή της συμπεριφοράς των πιστωτών, (Διακοπή πίστωσης) και ο περιορισμός της ζήτησης δημιούργησαν ανυπέρβλητα προβλήματα στις επιχειρήσεις σε θέματα ρευστότητας.
Με βάση όσα αναφέραμε το άρθρο αυτό έρχεται να εξετάσει και να παρουσιάσει μια μεθοδολογία προγραμματισμού και να ελέγχουν την ρευστότητα σε πολύ πρακτικό επίπεδο. Η μεθοδολογία αυτή εφαρμόσθηκε και εφαρμόζεται από την FBSσε επίπεδο μελετών αλλά και σε επίπεδο επιχειρήσεων που εντάχθηκαν σε ένα σύστημα ολοκληρωμένου χρηματοοικονομικού προγραμματισμού.
2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Είναι αλήθεια, αν ρωτήσουμε επιχειρηματίες και στελέχη επιχειρήσεων τι είναι ρευστότητα, θα παίρναμε μία σειρά διαφορετικών ορισμών για την έννοια της ρευστότητας και του κεφαλαίου κινήσεως. Μπορεί όμως να υπάρχει μία διαφορετική προσέγγιση, ωστόσο όλοι νιώθουν και ζουν το πρόβλημα της ρευστότητας.
Η πληθώρα των εννοιών της ρευστότητας ερμηνεύεται από το γεγονός ότι οι διάφοροι ορισμοί και οι έννοιες δεν αναφέρονται γενικά στη ρευστότητα αλλά σε ιδιαίτερα τμήματα και χαρακτηριστικά αυτής.
Όσο και να φαίνεται παράξενο, η ρευστότητα αποτελεί ένα ποιοτικό στοιχείο για την επιχείρηση το οποίο της δίνει μία δυναμική και επιχειρηματική αίγλη.
Το γεγονός ότι η ρευστότητα είναι παράγωγο αποτέλεσμα, αυτό σημαίνει ότι το επίπεδο «ποιότητας» της ρευστότητας της επιχείρησης συνδέεται με όλες τις επιμέρους λειτουργίες της επιχείρησης.
Η σημασία της ρευστότητας είναι πολύ μεγάλη και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων που έκλεισαν κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν έκλεισαν εξαιτίας των πωλήσεων ή της κερδοφορίας αλλά εξαιτίας της ρευστότητας που τις οδήγησε σε στάση πληρωμών και στη συνέχεια στο κλείσιμο.
3. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις αναφέρεται στην πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως. Είναι αλήθεια ότι στην έννοια του κεφαλαίου κινήσεως συναντούμε σειρά ορισμών με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση όσον αφορά την έννοια αυτή. Έτσι, μεταξύ των εννοιών αυτών είναι οι: μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως, ελάχιστο κεφάλαιο κινήσεως, ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως, κυμαινόμενο κεφάλαιο κινήσεως, διαρκές κεφάλαιο κινήσεως, καθαρό κεφάλαιο κινήσεως, ίδιο κεφάλαιο κινήσεως κλπ. Αν συνεχίζαμε θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε είκοσι και πλέον χαρακτηρισμούς που αναφέρονται στο κεφάλαιο κινήσεως της επιχείρησης.
Η πληθώρα αυτή των ορισμών σχετικά με την έννοια του κεφαλαίου κινήσεως δημιουργεί σύγχυση και τίθενται διάφορα ερωτήματα όπως:
1) Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί του κεφαλαίου κινήσεως;
2) Εφόσον υπάρχουν διάφοροι ορισμοί, ποια είναι η σχέση των ορισμών αυτών;
3) Μήπως οι διάφοροι ορισμοί αλληλοσυμπληρώνουν ο ένας τον άλλον;
4) Μήπως ο ορισμός του κεφαλαίου κινήσεως εξαρτάται από τη σκοπιά που εξετάζει κανείς το κεφάλαιο κινήσεως;
Άποψη μας είναι ότι η πληθώρα αυτή των ορισμών και η σύγχυση που δημιουργείται οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι οι ορισμοί περιλαμβάνουν τμήματα της διαχείρισης του κεφαλαίου κινήσεως ή καλύτερα αναφέρονται σ’ αυτό που ονομάζουμε «πολιτική κεφαλαίου κινήσεως».
Ο πλέον πρακτικός και απλός τρόπος προσδιορισμού και ταυτόχρονα ορισμού του κεφαλαίου κινήσεως δίνεται από την σχέση:
Κεφάλαιο κινήσεως = Κυκλοφορούν ενεργητικό – Βραχυπρόθεσμο παθητικό.
Για την παραπάνω σχέση (ορισμό) του κεφαλαίου κινήσεως θα επανέλθουμε στη συνέχεια, όταν εξετάσουμε όλες τις μεταβλητές του κεφαλαίου κινήσεως και γενικότερα της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως.
3.1 Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ.
Στην προηγούμενη παράγραφο μεταξύ των άλλων αναφέραμε ότι η πληθώρα των ορισμών του κεφαλαίου κινήσεως οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι οι ορισμοί του κεφαλαίου κινήσεως που αναφέρονται περιλαμβάνουν και τμήμα της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως. Ποια όμως είναι και τι ονομάζουμε πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως;
Το γεγονός ότι στον ορισμό του κεφαλαίου κινήσεως περιλαμβάνεται μια σειρά από μεγέθη (λογαριασμοί) τόσο του κυκλοφοριακού ενεργητικού όσο και του βραχυπροθέσμου παθητικού, αναγκάζει την επιχείρηση να προσπαθεί καθημερινά να θέσει υπό έλεγχο τα μεγέθη αυτά ώστε να περιορίζει τις ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως, να μειώνει την επίδραση του χρηματοοικονομικού κόστους και τελικά ν’ αυξάνει την αποδοτικότητα της. Το σύνολο αυτών των μέτρων και της θέσπισης ορίων και περιορισμών ονομάζεται πολιτική κεφαλαίου κινήσεως.
Έτσι θα λέγαμε, σε γενικές γραμμές και στην παρούσα φάση, ότι η πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως μιας επιχείρησης συνδέεται:
– Με την πολιτική αποθεμάτων που ακολουθεί η επιχείρηση.
– Με την εμπορική πολιτική απέναντι στους πελάτες.
– Με την πολιτική αγορών και προμηθευτών που ακολουθεί η επιχείρηση σε θέματα που αφορούν τις πιστώσεις και τον τρόπο πληρωμής.
Με βάση τα παραπάνω τρία στοιχεία (πολιτικές) αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως μιας επιχείρησης συνδέεται άμεσα με την πολιτική (διαχείριση) των αποθεμάτων, πελατών και προμηθευτών. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η εξέταση της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως θα πρέπει να επικεντρώνεται στα θέματα διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του βραχυπροθέσμου παθητικού.
Πριν όμως εξετάσουμε αναλυτικά τις επιμέρους συνιστώσες της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως θα εξετάσουμε πρώτα τα βασικά τμήματα γενικά της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως. Συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε τις έννοιες Μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως (ΜΚΚ), Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως (ΑΚΚ) και Καθαρά διαθέσιμα (Κ.Δ), έννοιες που δίνουν τα απόλυτα μεγέθη της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως.
3.2 ΜΟΝΙΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Μια επιχείρηση κατά τη φάση της έναρξης της δραστηριότητας της (λειτουργίας) θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στον τρόπο χρηματοδότησης τόσο των παγίων εγκαταστάσεων όσο και των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως.
Ένα βασικό αξίωμα της χρηματοοικονομικής Διοίκησης είναι ότι τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης θα πρέπει να χρηματοδοτούνται με διαρκή κεφάλαια. Στον όρο διαρκή κεφάλαια περιλαμβάνονται τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης όπως και οι μακροχρόνιες υποχρεώσεις της επιχείρησης δηλ. κυρίως ο μακροχρόνιος τραπεζικός δανεισμός.
Το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως (ή ίδιο κεφάλαιο κινήσεως) της επιχείρησης ορίζεται από τη σχέση:
ΜΚΚ= Διαρκή κεφάλαια – πάγια περιουσιακά στοιχεία.
Στην περίπτωση κατά την οποία η παραπάνω διαφορά είναι θετική, η επιχείρηση έχει θετικό κεφάλαιο κινήσεως, ενώ στην περίπτωση που είναι αρνητική τότε έχει αρνητικό μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εφόσον έχουμε τη δεύτερη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι τα πάγια περιουσιακά στοιχεία έχουν χρηματοδοτηθεί με βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό και αυτό αποτελεί ολέθριο σφάλμα για την επιχείρηση.
Στο ερώτημα ποιο θα πρέπει να είναι το ύψος του μονίμου κεφαλαίου κινήσεως για μια επιχείρηση, η απάντηση είναι εξαρτάται. Σημειώνεται ότι η ίδια απάντηση είναι για μια σειρά άλλων ερωτημάτων σε θέματα χρηματοοικονομικής Διοίκησης, διότι η απάντηση «εξαρτάται» σχετίζεται με μια σειρά από άλλους παράγοντες που συνδέονται κυρίως με την φύση του όγκου δραστηριότητας της επιχείρησης και τους όρους των συναλλαγών. Έτσι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ένα μηδενικό μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως μπορεί να χαρακτηρίζεται ικανοποιητικό, ενώ ένα μόνιμο πολλών εκατομμυρίων να μη χαρακτηρίζεται ικανοποιητικό. Αυτό θα γίνει περισσότερο κατανοητό, όταν στην επόμενη παράγραφο εξετάσουμε την έννοια των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως.
3.3 ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Το ύψος των χρηματοδοτικών πόρων που διατίθενται από την επιχείρηση για αποθέματα και πελάτες αποτελούν ουσιαστικά επενδύσεις για την επιχείρηση, αφού συγκεντρώνουν τα δυο βασικά συστατικά της επένδυσης δηλ. τη δέσμευση χρηματοδοτικών πόρων και την προσδοκία οφέλους. Οι επενδύσεις αυτές σε σημαντικό τμήμα χρηματοδοτούνται από τις πιστώσεις των προμηθευτών. Στο βαθμό κατά τον οποίο οι επενδύσεις σε αποθέματα και πελάτες δεν χρηματοδοτούνται από τους προμηθευτές, το μέρος αυτό καλείται ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως. Οι ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως θα πρέπει να καλυφθούν είτε από τα ίδια διαθέσιμα της επιχείρησης είτε, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, από βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό. Έτσι η έννοια των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως δίνεται από τη σχέση:
ΑΚΚ = Κυκλφ. Ενεργητικό (πλην διαθεσίμων) – βραχ. Παθητικό (πλην βραχ. τραπ. Δανεισμού).
Το γεγονός όμως ότι το ύψος των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως συνδέεται με την κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων, το μέσο χρόνο είσπραξης των πελατών και το μέσο χρόνο εξόφλησης των προμηθευτών, σημαίνει ότι οι ανάγκες κεφαλαίων κινήσεως της επιχείρησης μπορούν να προσδιορισθούν ως ποσοστό των πωλήσεων της επιχείρησης. Η έκφραση των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως ως ποσοστό των πωλήσεων γίνεται κατανοητή με τη χρήση του παρακάτω παραδείγματος.
3.4 ΚΑΘΑΡΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ
Ο όρος Καθαρά διαθέσιμα (Κ.Δ) αναφέρεται στη διαφορά των αναγκών κεφαλαίων κινήσεως (Α.Κ.Κ) και του μονίμου κεφαλαίου κινήσεως (Μ.Κ.Κ) και ορίζεται από τη σχέση:
Κ.Δ.= Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως – Μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως.
Με άλλα λόγια ο όρος Καθαρά Διαθέσιμα εκφράζει το βαθμό κατά τον οποίο οι ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως καλύπτονται από το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως.
Η έννοια των καθαρών διαθεσίμων θα μπορούσε να εκφρασθεί και ως ποσοστό με τη συσχέτιση του Μονίμου Κεφαλαίου Κινήσεως προς τις ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως. Συγκεκριμένα στην περίπτωση αυτή θα έχουμε τη σχέση:
Κ.Δ = Μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως x 100
Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως
Έτσι στην περίπτωση κατά την οποία ο παραπάνω δείκτης παίρνει τιμές μικρότερες του 100%, οι ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως της επιχείρησης δεν καλύπτονται από το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως και στην περίπτωση αυτή η επιχείρηση προσφεύγει στον βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό.
Αντίθετα, στην περίπτωση κατά την οποία ο παραπάνω δείκτης παίρνει τιμές μεγαλύτερες του 100%, οι ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως καλύπτονται πλήρως από διαρκή κεφάλαια της επιχείρησης και φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται βραχυχρόνιος τραπεζικός δανεισμός. Υπάρχει όμως περίπτωση να έχουμε βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό παρά το γεγονός ότι ο δείκτης είναι μεγαλύτερος του 100%. Αυτό συμβαίνει όταν μέρος των παγίων εγκαταστάσεων της επιχείρησης έχει χρηματοδοτηθεί με βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό.
3.5 ΤΑΜΕΙΑΚΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ
Το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων που παρουσιάζονται στον ισολογισμό της επιχείρησης συνδέεται άμεσα με την όλη πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως.
Με βάση όσα αναφέραμε προηγουμένως, γίνεται σαφές ότι το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων συνδέεται τόσο με το ύψος των καθαρών διαθεσίμων όσο και με το βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό. Έτσι, το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων ως μεταβλητή της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως δίνεται από τη σχέση:
Ταμειακά διαθέσιμα= Καθαρά διαθέσιμα + Βραχυχρόνιος τραπεζικός δανεισμός.
Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση παρατηρούμε ότι στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχουμε βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό τότε η έννοια των καθαρών διαθέσιμων ταυτίζεται με την έννοια των ταμειακών διαθεσίμων.
3.6 ΚΑΘΑΡΗ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ
Μπορεί ο προσδιορισμός του κεφαλαίου κινήσεως να έχει στατικό χαρακτήρα αφού προκύπτει από τον ισολογισμό της επιχείρησης, η όλη όμως πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως έχει ένα δυναμικό χαρακτήρα, αφού ο παράγων χρόνος είναι το βασικό ουσιαστικό στοιχείο της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τις επενδύσεις των κυκλοφοριακών στοιχείων σε σχέση με το χρόνο και σε συνάρτηση με τον όγκο δραστηριότητας της επιχείρησης. Το ίδιο μπορεί να γίνει στον τομέα των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων. Έτσι, το ύψος των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως μπορεί να εκφρασθεί σε ημέρες:
Αποθέματα σε ημέρες xxx
+ πελάτες σε ημέρες xxx
Επενδύσεις σε κυκλοφοριακά
στοιχεία σε ημέρες xxx
– Προμηθευτές σε ημέρες xxx
Καθαρή ανακύκλωση σε ημέρες xxx
Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση παρατηρούμε ότι ο όρος καθαρή ανακύκλωση εκφράζει τις ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως σε ημέρες παραγωγικού κυκλώματος.
3.7 Ο ΠΑΡΑΓΩΝ “ΧΡΟΝΟΣ “ ΚΑΙ Η ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ
Ο παράγων χρόνος είναι μία σημαντική και ουσιαστική μεταβλητή της ρευστότητας. Έτσι για την επιχείρηση σημασία δεν έχει και τόσο το μέγεθος των κυκλοφοριακών στοιχείων της επιχείρησης, όσο ο χρόνος και ο βαθμός ρευστοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί το ύψος των πελατών και των αποθεμάτων να είναι υψηλό και να υπερβαίνει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, ο χρόνος όμως ρευστοποίησης των στοιχείων αυτών να είναι χαμηλός και στην πράξη να δημιουργούνται έντονα προβλήματα ρευστότητας.
Ο παράγων χρόνος συνδέεται άμεσα με το παραγωγικό – συναλλακτικό κύκλωμα της επιχείρησης. Σε μια οριακή περίπτωση που οι αγορές θα συνέπιπταν χρονικά με τις πωλήσεις, τότε η επιχείρηση δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας. Συνεπώς, όσο μεγαλώνει (αυξάνεται) η χρονική περίοδος του παραγωγικού – συναλλακτικού κυκλώματος, τόσο τα προβλήματα της ρευστότητας γίνονται πιο έντονα. Έτσι στις εμπορικές επιχειρήσεις, όπου η συναλλακτική περίοδος είναι περιορισμένη, τα προβλήματα της ρευστότητας είναι λιγότερο έντονα σε σχέση με τις μεταποιητικές. Ειδικότερα στις μεταποιητικές επιχειρήσεις το κύκλωμα χρήμα – αγορά α΄ύλης – επεξεργασία – προϊόν – πώληση – πελάτης – χρήμα – είναι αρκετά μεγάλο και τα προβλήματα ρευστότητας γίνονται έντονα.
Συνοψίζοντας για τη σύνδεση του “χρόνου” με τη ρευστότητα θα λέγαμε ότι το κλειδί στο θέμα αυτό είναι ο χρόνος ανακύκλωσης των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων και των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων. Η σύνδεση της ανακύκλωσης των κυκλοφοριακών στοιχείων και της ανακύκλωσης των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων (προμηθευτές) γίνεται με την έννοια της καθαρής ανακύκλωσης, γιατην οποία έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενη παράγραφο.
3.8 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Ο τρόπος με τον οποίο εξετάζεται και προσδιορίζεται από πολλούς αναλυτές σήμερα η ρευστότητα κατά την άποψη μας πάσχει και το χειρότερο είναι ότι μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Οι αριθμοδείκτες γενικής και άμεσης ρευστότητας σε καμία περίπτωση δεν μας δίνουν πάντα αξιόπιστα αποτελέσματα και ειδικότερα όταν η φύση της δραστηριότητας της επιχείρησης είναι τέτοια που η στατική εικόνα της ρευστότητας δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η ρευστότητα έχει μία δυναμική ώστε να ανατρέπονται διαχρονικά οι πρώτες εκτιμήσεις. Είναι λάθος μεγάλο να αντιμετωπίζεται η ρευστότητα σαν ένα στατικό φαινόμενο. Για το θέμα αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικά στο δεύτερο κεφάλαιο όταν θα εξετάσουμε το κεφάλαιο κινήσεως και τη ρευστότητα της επιχείρησης.
Μπορούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε “στατικά στοιχεία” του ισολογισμού μιας επιχείρησης (λογαριασμοί κυκλοφ. ενεργητικού και βραχ. παθητικού) μόνο όταν τα συνδέσουμε με τη διαχρονική τους συμπεριφορά, δηλαδή με το χρόνο ρευστοποίησης.
Αυτό γίνεται όταν τα μεγέθη του κυκλοφοριακού ενεργητικού και βραχυπρόθεσμου παθητικού σταθμιστούν με τις αντίστοιχες κυκλοφοριακές ταχύτητες ή καλύτερα όταν η ρευστότητα της επιχείρησης εξετασθεί στα πλαίσια ενός ταμειακού προγράμματος
4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ
4.1ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στις προηγούμενες παραγράφους παρουσιάσθηκαν αναλυτικά οι βασικές έννοιες του κεφαλαίου κινήσεως και γενικά το εννοιολογικό περιεχόμενο του κεφαλαίου κινήσεως. Τίθεται όμως το ερώτημα πότε μια επιχείρηση έχει ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως και κατ’ επέκταση ικανοποιητική ρευστότητα;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι συνήθως στατική, αφού προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό χρησιμοποιούνται μεγέθη του ισολογισμού με στατικό χαρακτήρα. Έτσι, για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, χρησιμοποιούνται κυρίως οι δείκτες Γενικής και Άμεσης Ρευστότητας καθώς επίσης και η εξίσωση του κεφαλαίου κινήσεως.
Πιστεύουμε ότι οι δύο παραπάνω δείκτες ρευστότητας όπως και η εξίσωση του κεφαλαίου κινήσεως δεν είναι ικανά και αναγκαία στοιχεία προκειμένου να έχουμε ασφαλείς απαντήσεις για τη ρευστότητα και το ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως. Έτσι, μέσα στα πλαίσια του κεφαλαίου κινήσεως, θα πρέπει να δώσουμε εκείνες τις απαντήσεις που εξασφαλίζουν την επιχείρηση από πλευράς ρευστότητας. Βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει ένας δυναμικός ταμειακός προγραμματισμός στον οποίο παρουσιάζεται η απόλυτη ρευστότητα σε σχέση με τις εισροές και εκροές της επιχείρησης.
Όλα τα παραπάνω θέματα που σχετίζονται με το θεμελιώδες ερώτημα περί ικανοποιητικού κεφαλαίου κινήσεως και ικανοποιητικής ρευστότητας αποτελούν αντικείμενο του παρόντος μέρους.
4.2 ΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Οι δύο βασικοί δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ρευστότητας της επιχείρησης είναι:
1) Γενική ρευστότητα = Κυκλοφ. Ενεργητικό
Βραχ. Παθητικό
2) Άμεση ρευστότητα = Κυκλοφ. Ενεργητικό – Αποθέματα
Βραχ. Παθητικό
Ο δείκτης γενικής ρευστότητας αποτελεί για πολλούς έναν τρόπο μέτρησης της ρευστότητας της επιχείρησης. Υποστηρίζεται μάλιστα από πολλούς ότι εφόσον η τιμή του δείκτη γενικής ρευστότητας είναι μεγαλύτερη της μονάδος, αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση έχει ικανοποιητική ρευστότητα.
Δυστυχώς όμως δε συμβαίνει αυτό πάντοτε και μπορεί ακόμη ο δείκτης της Γενικής ρευστότητας να είναι πολύ μεγαλύτερος από τη μονάδα πχ. 2 ή ακόμη και 3 και η επιχείρηση να μη διαθέτει ικανοποιητική ρευστότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί η ρευστότητα της επιχείρησης με βάση την παραπάνω σχέση του δείκτη εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως :
(1)Τη φύση της δραστηριότητας της επιχείρησης.
(2)Την ανακύκλωση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης (κυκλοφοριακή ταχύτητα του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του βραχυπροθέσμου παθητικού) και
(3)Την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού. Η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού αναφέρεται :
α) στην φυσική κατάσταση των αποθεμάτων και ειδικότερα στην πραγματική αξία των αποθεμάτων.
β) στην φύση των υπολοίπων των πελατών και των γραμματίων εισπρακτέων και
γ) στο βαθμό ρευστοποίησης των κυκλοφοριακών στοιχείων.
Έτσι κι αν ακόμη το σύνολο του κυκλοφοριακού ενεργητικού της επιχείρησης ως απόλυτο μέγεθος είναι πολύ μεγαλύτερο από το βραχυπρόθεσμο παθητικό, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η επιχείρηση έχει ικανοποιητική ρευστότητα.
Όσον αφορά το δεύτερο δείκτη της Άμεσης ή Ταχείας Ρευστότητας, θα λέγαμε ότι εκφράζει καλύτερα τη ρευστότητα της επιχείρησης, αφού στον αριθμητή του κλάσματος δεν συμπεριλαμβάνονται τα αποθέματα, τα οποία έχουν το χαμηλότερο βαθμό ρευστοποίησης σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία του κυκλοφοριακού ενεργητικού.
Όπως όμως διατυπώσαμε επιφυλάξεις για το δείκτη γενικής ρευστότητας, το ίδιο ισχύει και για το δείκτη της άμεσης ρευστότητας σε ότι αφορά φυσικά τα υπόλοιπα κυκλοφοριακά στοιχεία της επιχείρησης.
Αν εξαιρέσουμε τον παράγοντα ποιότητα κυκλοφοριακών στοιχείων, τότε το προσδιοριστικό στοιχείο για τη ρευστότητα της επιχείρησης είναι η κυκλοφοριακή ταχύτητα των απαιτήσεων γενικά. Έτσι προκύπτει το συμπέρασμα ότι ένας δείκτης ρευστότητας δεν μπορεί να ερμηνεύσει την ικανότητα της επιχείρησης να αντεπεξέρχεται στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, αν δεν εξετάσουμε την κυκλοφοριακή ταχύτητα (ανακύκλωση) όλων των μεγεθών της επιχείρησης.
4.3 Η ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Όταν εξετάσαμε τις διάφορες έννοιες του κεφαλαίου κινήσεως είχαμε προσδιορίσει το κεφάλαιο κινήσεως της επιχείρησης από τη σχέση:
Κεφάλαιο κινήσεως: Κυκλοφοριακό Ενεργητικό – Βραχ. Παθητικό.
Για την παραπάνω εξίσωση υποστηρίζεται από πολλούς ότι εφόσον η διαφορά του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του παθητικού είναι θετική, τότε η επιχείρηση έχει θετικό κεφάλαιο κινήσεως και μάλιστα ικανοποιητικό. Αυτό όμως συμβαίνει ή καλύτερα προσδιορίζεται με βάση τον ισολογισμό της επιχείρησης (31/12) και έχει καθαρά στατικό χαρακτήρα. Κανείς όμως δεν μπορεί να μας απαντήσει εάν τα κυκλοφοριακά στοιχεία της επιχείρησης διαθέτουν τέτοιο βαθμό ρευστοποίησης ώστε να εξασφαλίζουν την άμεση εξόφληση των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων.
Αν η παραπάνω διαφορά που προκύπτει από τον ορισμό του κεφαλαίου κινήσεως είναι αρνητική, αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση δεν έχει ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξαρτάται.
Μπορεί το σύνολο των κυκλοφοριακών στοιχείων μιας επιχείρησης να είναι μικρότερο από τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και η επιχείρηση να παρουσιάζει αρνητικό κεφάλαιο κινήσεως, ωστόσο όμως να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα ρευστότητας. Αυτό συμβαίνει όταν η κυκλοφοριακή ταχύτητα των κυκλοφοριακών στοιχείων της επιχείρησης είναι μεγαλύτερη από την κυκλοφοριακή ταχύτητα των στοιχείων του βραχυπροθέσμου παθητικού.
Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέραμε προηγούμενα, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε εξέταση του κεφαλαίου κινήσεως και ελέγχου της ρευστότητας, η οποία δεν συνδέεται με την κυκλοφοριακή ταχύτητα των μεγεθών του κεφαλαίου κινήσεως, μπορεί να μας οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
4.4 ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΕΩΣ.
Οι δείκτες δραστηριότητας της επιχείρησης ή της ανακύκλωσης γενικά των περιουσιακών στοιχείων συνδέονται άμεσα με τη ρευστότητα της επιχείρησης και γενικά με την πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως, όπως προαναφέραμε. Μεταξύ των δεικτών που χρησιμοποιούμε για τον προσδιορισμό της ανακύκλωσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης είναι:
1) Κυκλοφοριακή ταχύτητα αποθεμάτων = Κόστος πωληθέντων
Μέσο απόθεμα
2) Κυκλοφοριακή ταχύτητα απαιτήσεων = Πωλήσεις
Μέσες απαιτήσεις
3) Κυκλοφοριακή ταχύτητα
Προμηθευτών = Κόστος πωληθέντων
Μέσα υπόλοιπα προμηθευτών
Οι παραπάνω τρεις βασικοί δείκτες που αναφέρονται στην ανακύκλωση των περιουσιακών στοιχείων του κεφαλαίου κινήσεως θα μπορούσαν στην πράξη να αναλυθούν ακόμη περισσότερο, όπως σε πελάτες, σε γραμμάτια-επιταγές εισπρακτέες, πιστωτές, επιταγές πληρωτέες και λοιπές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.
Έτσι, αν λάβουμε την εξίσωση του κεφαλαίου κινήσεως και σε συνδυασμό με όσα αναφέραμε μέχρι τώρα για την κυκλοφοριακή ταχύτητα των μεγεθών του κεφαλαίου κινήσεως, καταλήγουμε στη σχέση που μας δίνει το ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως:
Κυκλ.Ενερ. x κυκλοφ.ταχ.Κ.Ε ³ Βραχ.Παθ. x κυκλοφ.ταχ. Β.Π.
Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση η οποία συνδέει τόσο τον στατικό χαρακτήρα του κεφαλαίου κινήσεως όσο και το δυναμικό, μια επιχείρηση έχει ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως όταν το γινόμενο του κυκλοφοριακού ενεργητικού με την κυκλοφοριακή ταχύτητα του κυκλοφορούντος ενεργητικού είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το γινόμενο του βραχυπροθέσμου παθητικού επί της κυκλοφοριακής ταχύτητας του βραχυπροθέσμου παθητικού.
5. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΗΤΑΣ, Ο ΔΕΙΚΤΗΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΑ.
Οι περισσότεροι δείκτες ρευστότητας που χρησιμοποιούνται χαρακτηρίζονται για τον στατικό τους χαρακτήρα δεδομένου ότι τις πιο πολλές φορές πηγάζουν από χρηματοοικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύονται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Τέτοιοι δείκτες είναι:
· Γενικής ρευστότητας= Κυκλοφορούν ενεργητικό/Βραχυχρόνιο Παθητικό
· Άμεσης Ρευστότητας= (Κυκλοφορούν ενεργητικό – Αποθέματα) / Βραχυπρόθεσμο Παθητικό
Η παράθεση διαχρονικά των παραπάνω δεικτών μας δίνει τις τάσεις που παρουσιάζονται σε επίπεδο ρευστότητας της βελτίωσης ή επιδείνωσης και δε μας δίνουν πληροφορίες που αφορούν «την δυναμική» που παρουσιάζει από πλευράς ρευστότητας της επιχείρησης.
Ένας δείκτης που μας δίνει το στοιχείο της «δυναμικής ρευστότητας» είναι ο δείκτης Ποιότητας κερδώων, ο οποίος προσδιορίζεται με τον παρακάτω τύπο.
Ο παραπάνω δείκτης όσο πλησιάζει προς την (1) μονάδα τόσο χαρακτηρίζεται ως ποιοτικός δείκτης αφού μας δείχνει σε τι ποσοστό τα λογιστικά κέρδη μετατρέπονται σε μετρητά. Αντίθετα ένας δείκτης ιδιαίτερα χαμηλός από την μονάδα δείχνει ότι ένα ποσοστό των κερδών «διαρρέει» προς τους λογαριασμούς κεφαλαίου κινήσεως (Απαιτήσεις και αποθέματα)
6. STRESSTESTΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΡΗΣΗ ΑΝΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Από την Εταιρεία FBSμεταξύ των άλλων έχουν σχεδιασθεί τα συστήματα που μετρούν το επίπεδο βιωσιμότητας όσο σύστημα για την μέτρηση των αντοχών και δυνατοτήτων της επιχείρησης από πλευράς ρευστότητας (STRESSTESTΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ)
Το Σύστημα μέτρησης των αντοχών ρευστότητας αποτελεί προέκταση συνέχεια του συστήματος της FBSπου μετρά το επίπεδο Βιωσιμότητας.
Στους πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζονται ένα ολοκληρωμένο σύστημα πολιτικής ρευστότητας το οποίο περιλαμβάνει τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, τις ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως, ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός, επιτόκιο, χρηματοοικονομικά έξοδα κλπ. Στην πράξη το σύστημα αυτό λειτουργεί υπό μορφή σεναρίων με βάση τα οποία εξετάζεται η ρευστότητα της επιχείρησης σε διάφορα επίπεδα δραστηριότητας και σε διάφορες πολιτικές του κεφαλαίου κινήσεως, Με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας από πλευράς ρευστότητας διαμορφώνεται στην συνέχεια ο χάρτης ρευστότητας ο οποίος αποτυπώνει την ρευστότητα της επιχείρησης σε όλα τα επίπεδα και σε διάφορα μεγέθη που επηρεάζουν την απόλυτη ρευστότητα. Για το θέμα αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικά στην συνέχεια με την σημείωση ότι ο οδικός χάρτης αποτελεί μια προσαρμογή
7. Ο ΟΔΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΦΕΣΗ.
Οι μεταβολές στην αγορά η αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, η ύφεση, η έλλειψη χρηματοδότησης και το μόνιμα πρόβλημα των επιχειρήσεων που εντοπίζεται στην απουσία… Μονίμου κεφαλαίου κινήσεως κατέστησαν το πρόβλημα της ρευστότητας έντονο και πιεστικό. Οι δεσμεύσεις και οι κατασχέσεις των καταθετικών λογαριασμών από το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και τις τράπεζες είχαν ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφτεί. Ο παραδοσιακός τρόπος του σχεδιασμού και της διαχρονικής διαμόρφωσης της ρευστότητας με την μορφή (CashFlow) ταμειακού προγράμματος, δεδομένου ότι η βιωσιμότητα και η ρευστότητα είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες με τις προοπτικές της επιχείρησης το σχέδιο της ρευστότητας, πρέπει να συνδέει τις επιδόσεις της επιχείρησης, την πολιτική κεφαλαίου κίνησης, την χρηματοδοτική λειτουργία και τις υποχρεώσεις της επιχείρησης σε ασφαλιστικά ταμεία και Δημόσιο.
Έτσι ο οδικός χάρτης περιλαμβάνει τα παρακάτω τμήματα:
i. Λειτουργικά Κέρδη (EBITDA): Προϋπολογισμός αποτελεσμάτων χρήσης με λογαριασμούς γενικής λογιστικής.
ii. Δαπάνες εξυπηρέτησης τραπεζικού δανεισμού: Προϋπολογισμός τόκων και χρεολυσίων και συναφών χρηματοοικονομικών εξόδων
iii. Δαπάνες κεφαλαίου κινήσεως: Αυξομειώσεις των λογαριασμών του κυκλοφορούν ενεργητικού και βραχυπρόθεσμού παθητικού
iv. Ασφαλιστικά ταμεία Δημόσιο: Υποχρεώσεις στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία, φόροι και τέλη που δεν περιλαμβάνονται.
v. Διαθέσιμα: Πρόκειται για τον προϋπολογισμό που είναι παράγωγος των τεσσάρων λογαριασμών iεως iv
Στους πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζεται το διάγραμμα «Ροής του οδικού χάρτη ρευστότητας» ο οποίος έχει αφετηρία το επιχειρησιακό τμήματα της επιχείρησης, (Προϋπολογισμός λειτουργικών κερδών) και κατάληξη στον προϋπολογισμό διαμόρφωσης διαθεσίμων