ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟ:
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις αναφέρεται στην πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως. Είναι αλήθεια ότι στην έννοια του κεφαλαίου κινήσεως συναντούμε σειρά ορισμών με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση όσον αφορά την έννοια αυτή. Έτσι, μεταξύ των εννοιών αυτών είναι οι: μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως, ελάχιστο κεφάλαιο κινήσεως, ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως, κυμαινόμενο κεφάλαιο κινήσεως, διαρκές κεφάλαιο κινήσεως, καθαρό κεφάλαιο κινήσεως, ίδιο κεφάλαιο κινήσεως κλπ. Αν συνεχίζαμε θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε είκοσι και πλέον χαρακτηρισμούς που αναφέρονται στο κεφάλαιο κινήσεως της επιχείρησης.
Η πληθώρα αυτή των ορισμών σχετικά με την έννοια του κεφαλαίου κινήσεως δημιουργεί σύγχυση και τίθενται διάφορα ερωτήματα όπως:
1) Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί του κεφαλαίου κινήσεως;
2) Εφόσον υπάρχουν διάφοροι ορισμοί, ποια είναι η σχέση των ορισμών αυτών;
3) Μήπως οι διάφοροι ορισμοί αλληλοσυμπληρώνουν ο ένας τον άλλον;
4) Μήπως ο ορισμός του κεφαλαίου κινήσεως εξαρτάται από τη σκοπιά που εξετάζει κανείς το κεφάλαιο κινήσεως;
Άποψη μας είναι ότι η πληθώρα αυτή των ορισμών και η σύγχυση που δημιουργείται οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι οι ορισμοί περιλαμβάνουν τμήματα της διαχείρισης του κεφαλαίου κινήσεως ή καλύτερα αναφέρονται σ’ αυτό που ονομάζουμε «πολιτική κεφαλαίου κινήσεως».
Ο πλέον πρακτικός και απλός τρόπος προσδιορισμού και ταυτόχρονα ορισμού του κεφαλαίου κινήσεως δίνεται από την σχέση:
Κεφάλαιο κινήσεως = Κυκλοφορούν ενεργητικό – Βραχυπρόθεσμο παθητικό.
Για την παραπάνω σχέση (ορισμό) του κεφαλαίου κινήσεως θα επανέλθουμε στη συνέχεια, όταν εξετάσουμε όλες τις μεταβλητές του κεφαλαίου κινήσεως και γενικότερα της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως.
2. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ.
Στην προηγούμενη παράγραφο μεταξύ των άλλων αναφέραμε ότι η πληθώρα των ορισμών του κεφαλαίου κινήσεως οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι οι ορισμοί του κεφαλαίου κινήσεως που αναφέρονται περιλαμβάνουν και τμήμα της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως. Ποια όμως είναι και τι ονομάζουμε πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως;
Το γεγονός ότι στον ορισμό του κεφαλαίου κινήσεως περιλαμβάνεται μια σειρά από μεγέθη (λογαριασμοί) τόσο του κυκλοφοριακού ενεργητικού όσο και του βραχυπροθέσμου παθητικού, αναγκάζει την επιχείρηση να προσπαθεί καθημερινά να θέσει υπό έλεγχο τα μεγέθη αυτά ώστε να περιορίζει τις ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως, να μειώνει την επίδραση του χρηματοοικονομικού κόστους και τελικά ν’ αυξάνει την αποδοτικότητα της. Το σύνολο αυτών των μέτρων και της θέσπισης ορίων και περιορισμών ονομάζεται πολιτική κεφαλαίου κινήσεως.
Έτσι θα λέγαμε, σε γενικές γραμμές και στην παρούσα φάση, ότι η πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως μιας επιχείρησης συνδέεται:
– Με την πολιτική αποθεμάτων που ακολουθεί η επιχείρηση.
– Με την εμπορική πολιτική απέναντι στους πελάτες.
– Με την πολιτική αγορών και προμηθευτών που ακολουθεί η επιχείρηση σε θέματα που αφορούν τις πιστώσεις και τον τρόπο πληρωμής.
Με βάση τα παραπάνω τρία στοιχεία (πολιτικές) αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως μιας επιχείρησης συνδέεται άμεσα με την πολιτική (διαχείριση) των αποθεμάτων, πελατών και προμηθευτών. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η εξέταση της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως θα πρέπει να επικεντρώνεται στα θέματα διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του βραχυπροθέσμου παθητικού.
Πριν όμως εξετάσουμε αναλυτικά τις επιμέρους συνιστώσες της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως θα εξετάσουμε πρώτα τα βασικά τμήματα γενικά της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως. Συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε τις έννοιες Μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως (ΜΚΚ), Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως (ΑΚΚ) και Καθαρά διαθέσιμα (Κ.Δ), έννοιες που δίνουν τα απόλυτα μεγέθη της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως.
3. ΜΟΝΙΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Μια επιχείρηση κατά τη φάση της έναρξης της δραστηριότητας της (λειτουργίας) θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στον τρόπο χρηματοδότησης τόσο των παγίων εγκαταστάσεων όσο και των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως.
Ένα βασικό αξίωμα της χρηματοοικονομικής Διοίκησης είναι ότι τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης θα πρέπει να χρηματοδοτούνται με διαρκή κεφάλαια. Στον όρο διαρκή κεφάλαια περιλαμβάνονται τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης όπως και οι μακροχρόνιες υποχρεώσεις της επιχείρησης δηλ. κυρίως ο μακροχρόνιος τραπεζικός δανεισμός.
Το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως (ή ίδιο κεφάλαιο κινήσεως) της επιχείρησης ορίζεται από τη σχέση:
ΜΚΚ= Διαρκή κεφάλαια – πάγια περιουσιακά στοιχεία.
Στην περίπτωση κατά την οποία η παραπάνω διαφορά είναι θετική, η επιχείρηση έχει θετικό κεφάλαιο κινήσεως, ενώ στην περίπτωση που είναι αρνητική τότε έχει αρνητικό μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εφόσον έχουμε τη δεύτερη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι τα πάγια περιουσιακά στοιχεία έχουν χρηματοδοτηθεί με βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό και αυτό αποτελεί ολέθριο σφάλμα για την επιχείρηση.
Στο ερώτημα ποιο θα πρέπει να είναι το ύψος του μονίμου κεφαλαίου κινήσεως για μια επιχείρηση, η απάντηση είναι εξαρτάται. Σημειώνεται ότι η ίδια απάντηση είναι για μια σειρά άλλων ερωτημάτων σε θέματα χρηματοοικονομικής Διοίκησης, διότι η απάντηση «εξαρτάται» σχετίζεται με μια σειρά από άλλους παράγοντες που συνδέονται κυρίως με την φύση του όγκου δραστηριότητας της επιχείρησης και τους όρους των συναλλαγών. Έτσι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ένα μηδενικό μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως μπορεί να χαρακτηρίζεται ικανοποιητικό, ενώ ένα μόνιμο πολλών εκατομμυρίων να μη χαρακτηρίζεται ικανοποιητικό. Αυτό θα γίνει περισσότερο κατανοητό, όταν στην επόμενη παράγραφο εξετάσουμε την έννοια των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως.
4. ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Το ύψος των χρηματοδοτικών πόρων που διατίθενται από την επιχείρηση για αποθέματα και πελάτες αποτελούν ουσιαστικά επενδύσεις για την επιχείρηση, αφού συγκεντρώνουν τα δυο βασικά συστατικά της επένδυσης δηλ. τη δέσμευση χρηματοδοτικών πόρων και την προσδοκία οφέλους. Οι επενδύσεις αυτές σε σημαντικό τμήμα χρηματοδοτούνται από τις πιστώσεις των προμηθευτών. Στο βαθμό κατά τον οποίο οι επενδύσεις σε αποθέματα και πελάτες δεν χρηματοδοτούνται από τους προμηθευτές, το μέρος αυτό καλείται ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως. Οι ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως θα πρέπει να καλυφθούν είτε από τα ίδια διαθέσιμα της επιχείρησης είτε, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, από βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό. Έτσι η έννοια των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως δίνεται από τη σχέση:
ΑΚΚ = Κυκλφ. Ενεργητικό (πλην διαθεσίμων) – βραχ. Παθητικό (πλην βραχ. τραπ. Δανεισμού).
Το γεγονός όμως ότι το ύψος των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως συνδέεται με την κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων, το μέσο χρόνο είσπραξης των πελατών και το μέσο χρόνο εξόφλησης των προμηθευτών, σημαίνει ότι οι ανάγκες κεφαλαίων κινήσεως της επιχείρησης μπορούν να προσδιορισθούν ως ποσοστό των πωλήσεων της επιχείρησης. Η έκφραση των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως ως ποσοστό των πωλήσεων γίνεται κατανοητή με τη χρήση του παρακάτω παραδείγματος.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ο κύκλος εργασιών μιας εμπορικής επιχείρησης ανέρχεται στα 12.000.000€ και το μέσο μικτό περιθώριο κέρδους της επιχείρησης είναι 25% επί των πωλήσεων. Ο μέσος χρόνος εξόφλησης των πελατών ανέρχεται σε 4 μήνες, ενώ η κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 3 φορές το χρόνο. Οι προμηθευτές της επιχείρησης εξοφλούνται με εξάμηνες επιταγές.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, να προσδιορισθούν οι ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως και να εκφρασθούν ως ποσοστό των πωλήσεων.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Επένδυση σε πελάτες : 4 x 12.000.000€ = 4.000.000€
12
Επένδυση σε αποθέματα : 4 x 9.000.000€ = 3.000.000€
12
Σύνολο επένδυσης σε κυκλοφοριακά στοιχεία = 7.000.000€
Βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις
από προμηθευτές : 6 x 9.000.000 = 4.500.000
12
Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως = 2.500.000€
Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως
ως ποσοστό των πωλήσεων = 2.500.000€ = 20,83%
12.000.000
*το κόστος πωληθέντων προσδιορίζεται από τη σχέση:
πωλήσεις : 12.000.000
Μικτά κέρδη 25% : 3.000.000
Κόστος πωληθέντων 9.000.000
5. ΚΑΘΑΡΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ
Ο όρος Καθαρά διαθέσιμα (Κ.Δ) αναφέρεται στη διαφορά των αναγκών κεφαλαίων κινήσεως (Α.Κ.Κ) και του μονίμου κεφαλαίου κινήσεως (Μ.Κ.Κ) και ορίζεται από τη σχέση:
Κ.Δ.= Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως – Μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως.
Με άλλα λόγια ο όρος Καθαρά Διαθέσιμα εκφράζει το βαθμό κατά τον οποίο οι ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως καλύπτονται από το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως.
Η έννοια των καθαρών διαθεσίμων θα μπορούσε να εκφρασθεί και ως ποσοστό με τη συσχέτιση του Μονίμου Κεφαλαίου Κινήσεως προς τις ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως. Συγκεκριμένα στην περίπτωση αυτή θα έχουμε τη σχέση:
Κ.Δ = Μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως x 100
Ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως
Έτσι στην περίπτωση κατά την οποία ο παραπάνω δείκτης παίρνει τιμές μικρότερες του 100%, οι ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως της επιχείρησης δεν καλύπτονται από το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως και στην περίπτωση αυτή η επιχείρηση προσφεύγει στον βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό.
Αντίθετα, στην περίπτωση κατά την οποία ο παραπάνω δείκτης παίρνει τιμές μεγαλύτερες του 100%, οι ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως καλύπτονται πλήρως από διαρκή κεφάλαια της επιχείρησης και φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται βραχυχρόνιος τραπεζικός δανεισμός. Υπάρχει όμως περίπτωση να έχουμε βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό παρά το γεγονός ότι ο δείκτης είναι μεγαλύτερος του 100%. Αυτό συμβαίνει όταν μέρος των παγίων εγκαταστάσεων της επιχείρησης έχει χρηματοδοτηθεί με βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό.
6. ΤΑΜΕΙΑΚΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ
Το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων που παρουσιάζονται στον ισολογισμό της επιχείρησης συνδέεται άμεσα με την όλη πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως.
Με βάση όσα αναφέραμε προηγουμένως, γίνεται σαφές ότι το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων συνδέεται τόσο με το ύψος των καθαρών διαθεσίμων όσο και με το βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό. Έτσι, το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων ως μεταβλητή της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως δίνεται από τη σχέση:
Ταμειακά διαθέσιμα= Καθαρά διαθέσιμα + Βραχυχρόνιος τραπεζικός δανεισμός.
Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση παρατηρούμε ότι στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχουμε βραχυχρόνιο τραπεζικό δανεισμό τότε η έννοια των καθαρών διαθέσιμων ταυτίζεται με την έννοια των ταμειακών διαθεσίμων.
7. ΚΑΘΑΡΗ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ
Μπορεί ο προσδιορισμός του κεφαλαίου κινήσεως να έχει στατικό χαρακτήρα αφού προκύπτει από τον ισολογισμό της επιχείρησης, η όλη όμως πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως έχει ένα δυναμικό χαρακτήρα, αφού ο παράγων χρόνος είναι το βασικό ουσιαστικό στοιχείο της πολιτικής του κεφαλαίου κινήσεως.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τις επενδύσεις των κυκλοφοριακών στοιχείων σε σχέση με το χρόνο και σε συνάρτηση με τον όγκο δραστηριότητας της επιχείρησης. Το ίδιο μπορεί να γίνει στον τομέα των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων. Έτσι, το ύψος των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως μπορεί να εκφρασθεί σε ημέρες:
Αποθέματα σε ημέρες xxx
+ πελάτες σε ημέρες xxx
Επενδύσεις σε κυκλοφοριακά
στοιχεία σε ημέρες xxx
– Προμηθευτές σε ημέρες xxx
Καθαρή ανακύκλωση σε ημέρες xxx
Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση παρατηρούμε ότι ο όρος καθαρή ανακύκλωση εκφράζει τις ανάγκες κεφαλαίου κινήσεως σε ημέρες παραγωγικού κυκλώματος. Αν χρησιμοποιήσουμε τα στοιχεία του παραδείγματος, τότε έχουμε τα παρακάτω δεδομένα:
Επενδύσεις αποθεμάτων 120 ημέρες
+Επενδύσεις πελατών 120 ημέρες
Σύνολο επενδύσεων σε κυκλοφοριακά στοιχεία 240 ημέρες
-Χρηματοδότηση προμηθευτών 180 ημέρες
Καθαρή ανακύκλωση 60 ημέρες
Η καθαρή ανακύκλωση, όπως εκφράζεται με το παραπάνω παράδειγμα, σημαίνει απλά ότι η χρηματοδότηση των αναγκών σε κεφάλαια κινήσεως της επιχείρησης είναι ίση με όγκο δραστηριότητας 60 ημερών.
7.1 Ο ΠΑΡΑΓΩΝ “ΧΡΟΝΟΣ “ ΚΑΙ Η ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ
Ο παράγων χρόνος είναι μία σημαντική και ουσιαστική μεταβλητή της ρευστότητας. Έτσι για την επιχείρηση σημασία δεν έχει και τόσο το μέγεθος των κυκλοφοριακών στοιχείων της επιχείρησης, όσο ο χρόνος και ο βαθμός ρευστοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί το ύψος των πελατών και των αποθεμάτων να είναι υψηλό και να υπερβαίνει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, ο χρόνος όμως ρευστοποίησης των στοιχείων αυτών να είναι χαμηλός και στην πράξη να δημιουργούνται έντονα προβλήματα ρευστότητας.
Ο παράγων χρόνος συνδέεται άμεσα με το παραγωγικό – συναλλακτικό κύκλωμα της επιχείρησης. Σε μια οριακή περίπτωση που οι αγορές θα συνέπιπταν χρονικά με τις πωλήσεις, τότε η επιχείρηση δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας. Συνεπώς, όσο μεγαλώνει (αυξάνεται) η χρονική περίοδος του παραγωγικού – συναλλακτικού κυκλώματος, τόσο τα προβλήματα της ρευστότητας γίνονται πιο έντονα. Έτσι στις εμπορικές επιχειρήσεις, όπου η συναλλακτική περίοδος είναι περιορισμένη, τα προβλήματα της ρευστότητας είναι λιγότερο έντονα σε σχέση με τις μεταποιητικές. Ειδικότερα στις μεταποιητικές επιχειρήσεις το κύκλωμα χρήμα – αγορά α΄ύλης – επεξεργασία – προϊόν – πώληση – πελάτης – χρήμα – είναι αρκετά μεγάλο και τα προβλήματα ρευστότητας γίνονται έντονα.
Συνοψίζοντας για τη σύνδεση του “χρόνου” με τη ρευστότητα θα λέγαμε ότι το κλειδί στο θέμα αυτό είναι ο χρόνος ανακύκλωσης των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων και των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων. Η σύνδεση της ανακύκλωσης των κυκλοφοριακών στοιχείων και της ανακύκλωσης των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων (προμηθευτές) γίνεται με την έννοια της καθαρής ανακύκλωσης, γιατην οποία έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενη παράγραφο.
7.2. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Ο τρόπος με τον οποίο εξετάζεται και προσδιορίζεται από πολλούς αναλυτές σήμερα η ρευστότητα κατά την άποψη μας πάσχει και το χειρότερο είναι ότι μας οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Οι αριθμοδείκτες γενικής και άμεσης ρευστότητας σε καμία περίπτωση δεν μας δίνουν πάντα αξιόπιστα αποτελέσματα και ειδικότερα όταν η φύση της δραστηριότητας της επιχείρησης είναι τέτοια που η στατική εικόνα της ρευστότητας δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η ρευστότητα έχει μία δυναμική ώστε να ανατρέπονται διαχρονικά οι πρώτες εκτιμήσεις. Είναι λάθος μεγάλο να αντιμετωπίζεται η ρευστότητα σαν ένα στατικό φαινόμενο. Για το θέμα αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικά στο δεύτερο μάθημα όταν θα εξετάσουμε το κεφάλαιο κινήσεως και η ρευστότητα της επιχείρησης.
Μπορούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε “στατικά στοιχεία” του ισολογισμού μιας επιχείρησης (λογαριασμοί κυκλοφ. ενεργητικού και βραχ. παθητικού) μόνο όταν τα συνδέσουμε με τη διαχρονική τους συμπεριφορά, δηλαδή με το χρόνο ρευστοποίησης.
Αυτό γίνεται όταν τα μεγέθη του κυκλοφοριακού ενεργητικού και βραχυπρόθεσμου παθητικού σταθμιστούν με τις αντίστοιχες κυκλοφοριακές ταχύτητες ή καλύτερα όταν η ρευστότητα της επιχείρησης εξετασθεί στα πλαίσια ενός ταμειακού προγράμματος.