Η ΑΞΙΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΔΑΝΕΙΟΥ
ΚΟΜΒΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ: ΤΡΑΠΕΖΕΣ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ SPV ή FUND
.
Το νέο σκηνικό στις αναδιαρθρώσεις και διαπραγματεύσεις
Τί πρέπει να προσέχουν οι επιχειρήσεις στις τιτλοποιήσεις;
Η μεταφορά ή εκχώρηση, μεταβίβαση δανείων από τις τράπεζες σε εταιρείες ειδικού σκοπού SPV ή FUND είναι η πολιτική που ακολουθείται στα πλαίσια της εξυγίανσης των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (N.P.Ls) ή κόκκινα δάνεια όπως επικράτησε να λέγονται στη χώρα μας.
Βέβαια στο ρυθμό και τον όγκο των τιτλοποιήσεων δεν περιλαμβάνονται μόνο δάνεια N.P.Ls αλλά και ενήμερα δάνεια. Αυτό γίνεται διότι οι ομολογίες που θα εκδοθούν στη συνέχεια πρέπει να είναι πιο ασφαλής και ελκυστικές.
Σε προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε παρουσιάσει το θέμα των τιτλοποιήσεων των δανείων και το μηχανισμό λειτουργίας όλης της διαδικασίας. Στο άρθρο αυτό το ενδιαφέρον μας συγκεντρώνεται στην αξία μεταβίβασης ενός δανείου ή στην τιμή πώλησης αυτού από μία τράπεζα σε ένα FUND ή εταιρεία ειδικού σκοπού (SPV).
Η έννοια της αξίας ενός δανείου στην φάση της μεταβίβασης η τιτλοποίησης έχει ιδιαίτερη και διαφορετική σημασία στα εμπλεκόμενα μέρη και αυτά είναι Τράπεζες, Επιχειρήσεις, Εταιρείες SPV ή FUNDS ή Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων.
Έτσι, με βάση αυτό το σκεπτικό, κρίνεται απαραίτητη μία συνοπτική αναφορά στις έννοιες της αξίας ενός δανείου:
ü Ονομαστική μεικτή αξία: είναι η αξία αποτυπωμένη στα βιβλία της τράπεζας.
ü Καθαρή λογιστική αξία: είναι η διαφορά της ονομαστικής αξίας μείον τις συσσωρευμένες προβλέψεις.
ü Τιμή πώλησης: είναι η τιμή μεταβίβασης του δανείου από την τράπεζα σε SPV ή FUND.
ü Αξία απαίτησης: είναι το ύψος των εξασφαλίσεων που υπάρχουν για το συγκεκριμένο δάνειο.
ü Αξία διαπραγμάτευσης: είναι η αξία με την οποία γίνεται διαπραγμάτευση μεταξύ της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων και της επιχείρησης (δανειολήπτη).
Με βάση τους παραπάνω ορισμούς των αξιών προκύπτουν μία σειρά από ερωτήματα και αξιολογικές παρατηρήσεις:
α) Όσο μεγαλύτερες προβλέψεις έχουν γίνει, τόσο μικρότερη είναι η καθαρή λογιστική αξία.
β) Το άθροισμα της καθαρής λογιστικής αξίας και των προβλέψεων που έγιναν για το συγκεκριμένο δάνειο αποτελούν την Ονομαστική Αξία.
γ) Γίνεται σαφές ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται εάν το δάνειο έχει μεταβιβαστεί σε αξία μεγαλύτερη η μικρότερη της καθαρής λογιστικής αξίας.
Ποια είναι όμως εικόνα για το όλο θέμα στη χώρα μας, τώρα που οι τιτλοποιήσεις και οι πωλήσεις δανείων από πλευράς τραπεζών αποτελούν το πρώτο θέμα της οικονομικής επικαιρότητας.
Σύμφωνα με την έκθεση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΤτΕ (σελίδα 29), ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις προβλέψεις στο τέλος του 2019 έφτανε το 43%, για να διαμορφωθεί στο τέλος του εννιαμήνου στο 43,8%.
Το τελευταίο αυτό ποσοστό με τη σειρά του μας λέει ότι η μέση Καθαρή Λογιστική Αξία των δανείων ανέρχεται στο 55% της Ονομαστικής Αξίας. Σε απόλυτο μέγεθος, το ύψος των προβλέψεων που είχαν συσσωρευτεί στο τέλος του εννιαμήνου έφταναν τα 25 δις από 30,1 δις που ήταν στο τέλος του 2019. Να σημειώσουμε ότι ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούνιο του 2020 έφτανε στο 63,4%, όταν την ίδια περίοδο στην Ελλάδα ήταν 43,5%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην περίπτωση των τιτλοποιήσεων και γενικά των Μ.Ε.Δ. να εξετάσουμε και το επίπεδο των εξασφαλίσεων των δανείων τόσο σε εξυπηρετούμενα δάνεια όσο και σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια (Μ.Ε.Δ.).
Από την ίδια έκθεση της ΤτΕ, από σχετικό πίνακα της σελίδας 30, αντλούμε τις παρακάτω πληροφορίες σε ό,τι αφορά τις εξασφαλίσεις.
Σε σύνολο δανείων 164.018 εκ. € το σύνολο των εξασφαλίσεων ήταν 98.205 εκ. €, συνεπώς ο δείκτης κάλυψης των συνολικών δανείων ανέρχεται στο 60%. Σημειώνεται ότι ο αντίστοιχος δείκτης μόνο για τα εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχεται στο 61%, ενώ στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχεται στο 57%.
Στο ερώτημα τώρα «σε ποια τιμή πωλείται ένα δάνειο;», η πρώτη απάντηση έρχεται από τον Ν.4649/20 άρθρο 3 παράγραφος β, στο οποίο ορίζεται: «Το τίμημα που εισπράττει ο μεταβιβάζων από τον αποκτώντα για την πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων δεν δύναται να υπερβαίνει την συνολική λογιστική αξία αυτών.»
Από τις πωλήσεις των δανείων που έγιναν τα τελευταία χρόνια (μετά το 2018) προκύπτει ότι πωλήθηκαν δάνεια έως και μέχρι το 6% της λογιστικής αξίας (βλ. Σοφοκλέους IN 3/4/2021).
Ως είναι φυσικό, η τιμή πώλησης συνδέεται με το ύψος των εξασφαλίσεων (δάνεια με εξασφαλίσεις πωλούνται στο 25% – 35% της ονομαστικής λογιστικής αξίας).
Σε ένα σημαντικό ερώτημα «τί σημαίνει για το καθένα από τα εμπλεκόμενα μέρη (τράπεζες, SPV, επιχειρήσεις) η τιμή πώλησης του δανείου και γιατί είναι το κομβικό σημείο όλου του συστήματος;» απαντάμε για κάθε μέρος του ερωτήματος ξεχωριστά και οι τρεις απαντήσεις αυτές αποτελούν και τα συμπεράσματά του άρθρου.
ΤΡΑΠΕΖΕΣ: Για τις τράπεζες η τιμή πώλησης του δανείου έχει σημείο αναφοράς την καθαρή λογιστική αξία και αυτό διότι:
α) Στην περίπτωση κατά την οποία το δάνειο πωληθεί σε τιμή μεγαλύτερη της καθαρής λογιστικής αξίας, αποκομίζει κέρδος και βελτιώνει την κεφαλαιακή της θέση.
β) Αντίθετα στην περίπτωση που πωλείται κάτω από την καθαρή λογιστική αξία, προκαλείται ζημιά και επιδεινώνεται η κεφαλαιακή επάρκεια.
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ SPV ή FUND: Η εταιρεία ειδικού σκοπού στην περίπτωση του αγοραστή των δανείων είναι ταυτόχρονα και επενδυτής. Με το σκεπτικό αυτό, «αγοράζει» και τον κίνδυνο και προσδοκά υψηλές αποδόσεις.
α) Στην περίπτωση κατά την οποία μία εταιρεία ειδικού σκοπού αγοράζει σε υψηλές τιμές, τότε δύσκολα θα επιτυγχάνει υψηλές αποδόσεις και, εκτός αυτού, κινδυνεύει και η βιωσιμότητά της.
β) Στην περίπτωση κατά την οποία η τιμή αγοράς είναι ιδιαίτερα χαμηλή, κάτι το σύνηθες, αυτό θα έχει θετικές επιπτώσεις στην βιωσιμότητα της εταιρείας SPV αλλά και στην επίτευξη υψηλών επιδόσεων.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ – ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ: Όλα τα παραπάνω που περιγράψαμε ετοιμάζονται και γίνονται χωρίς την συμμετοχή της επιχείρησης (δανειολήπτη), όλα γίνονται για αυτόν και χωρίς αυτόν.
Ο επιχειρηματίας και μετά την μεταβίβαση του δανείου στην εταιρεία ειδικού σκοπού διατηρεί όλα τα δικαιώματα, αυτά που είχε σε σχέση με την τράπεζα. Απέναντί του τώρα ο επιχειρηματίας δεν έχει την τράπεζα, αλλά την Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων, η οποία και εκπροσωπεί την εταιρεία SPV. Με αυτή την εταιρία θα πρέπει να διαπραγματευτεί η επιχείρηση και η θέση της γίνεται πιο ισχυρή όταν γνωρίζει καλά τον μηχανισμό λειτουργίας της όλης διαδικασίας.
Σε κάθε περίπτωση όμως, στο πλευρό του επιχειρηματία πρέπει να υπάρχει ένας χρηματοοικονομικός σύμβουλος με γνώσεις επιστημονικές και με εμπειρία σε θέματα αναδιαρθρώσεων και σχετικών διαπραγματεύσεων.