ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ:
Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΛΑΝΗ ΤΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ.
ΠΌΤΕ ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΕΧΕΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΕΩΣ;
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στο πρώτο μάθημα αναφερθήκαμε αναλυτικά στις βασικές έννοιες του κεφαλαίου κινήσεως και γενικά στο εννοιολογικό περιεχόμενο του κεφαλαίου κινήσεως. Τίθεται όμως το ερώτημα πότε μια επιχείρηση έχει ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως και κατ’ επέκταση ικανοποιητική ρευστότητα;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι συνήθως στατική, αφού προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό χρησιμοποιούνται μεγέθη του ισολογισμού με στατικό χαρακτήρα. Έτσι, για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, χρησιμοποιούνται κυρίως οι δείκτες Γενικής και Άμεσης Ρευστότητας καθώς επίσης και η εξίσωση του κεφαλαίου κινήσεως.
Πιστεύουμε ότι οι δύο παραπάνω δείκτες ρευστότητας όπως και η εξίσωση του κεφαλαίου κινήσεως δεν είναι ικανά και αναγκαία στοιχεία προκειμένου να έχουμε ασφαλείς απαντήσεις για τη ρευστότητα και το ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως. Έτσι, μέσα στα πλαίσια του κεφαλαίου κινήσεως, θα πρέπει να δώσουμε εκείνες τις απαντήσεις που εξασφαλίζουν την επιχείρηση από πλευράς ρευστότητας. Βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει ένας δυναμικός ταμειακός προγραμματισμός στον οποίο παρουσιάζεται η απόλυτη ρευστότητα σε σχέση με τις εισροές και εκροές της επιχείρησης.
Όλα τα παραπάνω θέματα που σχετίζονται με το θεμελιώδες ερώτημα περί ικανοποιητικού κεφαλαίου κινήσεως και ικανοποιητικής ρευστότητας αποτελούν αντικείμενο του παρόντος μαθήματος.
2. ΔΕΙΚΤΕΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Οι δύο βασικοί δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ρευστότητας της επιχείρησης είναι:
1) Γενική ρευστότητα = Κυκλοφ. Ενεργητικό
Βραχ. Παθητικό
2) Άμεση ρευστότητα = Κυκλοφ. Ενεργητικό – Αποθέματα
Βραχ. Παθητικό
Ο δείκτης γενικής ρευστότητας αποτελεί για πολλούς έναν τρόπο μέτρησης της ρευστότητας της επιχείρησης. Υποστηρίζεται μάλιστα από πολλούς ότι εφόσον η τιμή του δείκτη γενικής ρευστότητας είναι μεγαλύτερη της μονάδας, αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση έχει ικανοποιητική ρευστότητα.
Δυστυχώς όμως δε συμβαίνει αυτό πάντοτε και μπορεί ακόμη ο δείκτης της Γενικής ρευστότητας να είναι πολύ μεγαλύτερος από τη μονάδα πχ. 2 ή ακόμη και 3 και η επιχείρηση να μη διαθέτει ικανοποιητική ρευστότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί η ρευστότητα της επιχείρησης με βάση την παραπάνω σχέση του δείκτη εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως :
(1) Τη φύση της δραστηριότητας της επιχείρησης.
(2) Την ανακύκλωση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης (κυκλοφοριακή ταχύτητα του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του βραχυπροθέσμου παθητικού) και
(3) Την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού. Η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού αναφέρεται :
Α) στην φυσική κατάσταση των αποθεμάτων και ειδικότερα στην πραγματική αξία των αποθεμάτων.
Β) στην φύση των υπολοίπων των πελατών και των γραμματίων εισπρακτέων και
Γ) στο βαθμό ρευστοποίησης των κυκλοφοριακών στοιχείων.
Έτσι κι αν ακόμη το σύνολο του κυκλοφοριακού ενεργητικού της επιχείρησης ως απόλυτο μέγεθος είναι πολύ μεγαλύτερο από το βραχυπρόθεσμο παθητικό, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η επιχείρηση έχει ικανοποιητική ρευστότητα.
Όσον αφορά το δεύτερο δείκτη της Άμεσης ή Ταχείας Ρευστότητας, θα λέγαμε ότι εκφράζει καλύτερα τη ρευστότητα της επιχείρησης, αφού στον αριθμητή του κλάσματος δεν συμπεριλαμβάνονται τα αποθέματα, τα οποία έχουν το χαμηλότερο βαθμό ρευστοποίησης σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία του κυκλοφοριακού ενεργητικού.
Όπως όμως διατυπώσαμε επιφυλάξεις για το δείκτη γενικής ρευστότητας, το ίδιο ισχύει και για το δείκτη της άμεσης ρευστότητας σε ότι αφορά φυσικά τα υπόλοιπα κυκλοφοριακά στοιχεία της επιχείρησης.
Αν εξαιρέσουμε τον παράγοντα ποιότητα κυκλοφοριακών στοιχείων, τότε το προσδιοριστικό στοιχείο για τη ρευστότητα της επιχείρησης είναι η κυκλοφοριακή ταχύτητα των απαιτήσεων γενικά. Έτσι προκύπτει το συμπέρασμα ότι ένας δείκτης ρευστότητας δεν μπορεί να ερμηνεύσει την ικανότητα της επιχείρησης να αντεπεξέρχεται στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, αν δεν εξετάσουμε την κυκλοφοριακή ταχύτητα (ανακύκλωση) όλων των μεγεθών της επιχείρησης.
3. Η ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Στο πρώτο μάθημα, όταν εξετάσαμε τις διάφορες έννοιες του κεφαλαίου κινήσεως, είχαμε προσδιορίσει το κεφάλαιο κινήσεως της επιχείρησης από τη σχέση:
Κεφάλαιο κινήσεως: Κυκλοφοριακό Ενεργητικό – Βραχ/σμό Παθητικό.
Για την παραπάνω εξίσωση υποστηρίζεται από πολλούς ότι εφόσον η διαφορά του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του παθητικού είναι θετική, τότε η επιχείρηση έχει θετικό κεφάλαιο κινήσεως και μάλιστα ικανοποιητικό. Αυτό όμως συμβαίνει ή καλύτερα προσδιορίζεται με βάση τον ισολογισμό της επιχείρησης (31/12) και έχει καθαρά στατικό χαρακτήρα. Κανείς όμως δεν μπορεί να μας απαντήσει εάν τα κυκλοφοριακά στοιχεία της επιχείρησης διαθέτουν τέτοιο βαθμό ρευστοποίησης ώστε να εξασφαλίζουν την άμεση εξόφληση των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων.
Αν η παραπάνω διαφορά που προκύπτει από τον ορισμό του κεφαλαίου κινήσεως είναι αρνητική, αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση δεν έχει ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξαρτάται.
Μπορεί το σύνολο των κυκλοφοριακών στοιχείων μιας επιχείρησης να είναι μικρότερο από τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και η επιχείρηση να παρουσιάζει αρνητικό κεφάλαιο κινήσεως, ωστόσο όμως να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα ρευστότητας. Αυτό συμβαίνει όταν η κυκλοφοριακή ταχύτητα των κυκλοφοριακών στοιχείων της επιχείρησης είναι μεγαλύτερη από την κυκλοφοριακή ταχύτητα των στοιχείων του βραχυπροθέσμου παθητικού.
Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέραμε προηγούμενα, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε εξέταση του κεφαλαίου κινήσεως και ελέγχου της ρευστότητας, η οποία δεν συνδέεται με την κυκλοφοριακή ταχύτητα των μεγεθών του κεφαλαίου κινήσεως, μπορεί να μας οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
4. ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΕΩΣ.
Οι δείκτες δραστηριότητας της επιχείρησης ή της ανακύκλωσης γενικά των περιουσιακών στοιχείων συνδέονται άμεσα με τη ρευστότητα της επιχείρησης και γενικά με την πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως, όπως προαναφέραμε. Μεταξύ των δεικτών που χρησιμοποιούμε για τον προσδιορισμό της ανακύκλωσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης είναι:
1) Κυκλοφοριακή ταχύτητα αποθεμάτων = Κόστος πωληθέντων
Μέσο απόθεμα
2) Κυκλοφοριακή ταχύτητα απαιτήσεων = Πωλήσεις
Μέσες απαιτήσεις
3) Κυκλοφοριακή ταχύτητα
Προμηθευτών = Κόστος πωληθέντων
Μέσα υπόλοιπα προμηθευτών
Οι παραπάνω τρεις βασικοί δείκτες που αναφέρονται στην ανακύκλωση των περιουσιακών στοιχείων του κεφαλαίου κινήσεως θα μπορούσαν στην πράξη να αναλυθούν ακόμη περισσότερο, όπως σε πελάτες, σε γραμμάτια-επιταγές εισπρακτέες, πιστωτές, επιταγές πληρωτέες και λοιπές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις.
Έτσι, αν λάβουμε την εξίσωση του κεφαλαίου κινήσεως και σε συνδυασμό με όσα αναφέραμε μέχρι τώρα για την κυκλοφοριακή ταχύτητα των μεγεθών του κεφαλαίου κινήσεως, καταλήγουμε στη σχέση που μας δίνει το ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως:
Κυκλ.Ενερ. x κυκλοφ.ταχ.Κ.Ε ³ Βραχ.Παθ. x κυκλοφ.ταχ. Β.Π.
Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση η οποία συνδέει τόσο τον στατικό χαρακτήρα του κεφαλαίου κινήσεως όσο και το δυναμικό, μια επιχείρηση έχει ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως όταν το γινόμενο του κυκλοφοριακού ενεργητικού με την κυκλοφοριακή ταχύτητα του κυκλοφοριακού ενεργητικού είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το γινόμενο του βραχυπροθέσμου παθητικού επί της κυκλοφοριακής ταχύτητας του βραχυπροθέσμου παθητικού.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Το κυκλοφοριακό ενεργητικό και το βραχυπρόθεσμο παθητικό μιας επιχείρησης στις 31/12/2011 είχαν ως εξής σε χιλ.€:
ΚΥΚΛΟΦ. ΕΝΕΡΓ. |
ΠΟΣΑ |
ΒΡΑΧ. ΠΑΘΗΤ. |
ΠΟΣΑ |
Αποθέματα α’ υλών |
60 |
Προμηθευτές |
200 |
Ημιέτοιμα προϊόντα |
80 |
Τράπεζες-βραχ. υποχρ. |
150 |
Έτοιμα προϊόντα |
120 |
Πιστωτές |
80 |
Πελάτες |
130 |
Γραμ. πληρωτέα |
60 |
Γραμ. εισπρακτέα |
20 |
Επιταγές πληρωτέες |
170 |
Επιταγές εισπρακτέες |
70 |
|
|
Χρεώστες |
30 |
|
|
ΣΥΝ. ΚΥΚΛΟΦ. ΕΝΕΡΓ. |
510 |
ΣΥΝ. ΒΡΑΧ. ΠΑΘΗΤ. |
660 |
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι το κεφάλαιο κινήσεως της επιχείρησης ανέρχεται σε:
Κ.Κ = Κυκλοφ. Ενεργητικό – Βραχυπρ. Παθητικό
Κ.Κ.= 510 – 660 = – 150χιλ.€
Το κεφάλαιο κινήσεως της επιχείρησης στην προκειμένη περίπτωση είναι αρνητικό και θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε «κατ’ αρχήν» ότι η επιχείρηση αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας. Στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε αν προσδιορίσουμε τους δείκτες γενικής και άμεσης ρευστότητας. Έτσι έχουμε:
Γενική ρευστότητα = Κυκλοφ. Ενεργητικό = 510 = 0,77
Άμεση ρευστότητα = Κυκλοφ. Ενεργητικό–Αποθέματα = 250 = 0,38
Έστω ότι οι κυκλοφοριακές ταχύτητες (Κ.ΤΑΧ.) των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του βραχυπροθέσμου παθητικού έχουν ως εξής:
ΚΥΚΛΟΦ. ΕΝΕΡΓ. |
Κ.ΤΑΧ. |
ΒΡΑΧ. ΠΑΘΗΤ. |
Κ.ΤΑΧ. |
Αποθέματα α’ υλών |
3 |
Προμηθευτές |
2 |
Ημιέτοιμα προϊόντα |
4 |
Τράπεζες-βραχ. υποχρ. |
3 |
Έτοιμα προϊόντα |
4 |
Πιστωτές |
4 |
Πελάτες |
5 |
Γραμ. πληρωτέα |
3 |
Γραμ. εισπρακτέα |
2 |
Επιταγές πληρωτέες |
2 |
Επιταγές εισπρακτέες |
5 |
|
|
Χρεώστες |
3 |
|
|
Αν λάβουμε υπόψη τις παραπάνω κυκλοφοριακές ταχύτητες σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα των λογαριασμών διαπιστώνουμε ότι μέσα σε ένα χρόνο η επιχείρηση (Α) ρευστοποιεί και (Β) πληρώνει αντίστοιχα:
(Α)
Αποθέματα α’ υλών: 180
Ημιέτοιμα: 320
Έτοιμα προϊόντα: 480
Πελάτες:
Γραμ. εισπρακτέα: 40
Επιταγές εισπρακτέες: 350
Χρεώστες:
Σύνολο: 2.110
Συνεπώς η μέση κυκλοφοριακή ταχύτητα του κυκλοφοριακού ενεργητικού είναι 4,14 φορές.
Ομοίως σε ότι αφορά τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις η επιχείρηση πληρώνει:
(Β)
Προμηθευτές:
Τράπεζες – βραχυπρ. υποχ.: 450
Πιστωτές:
Γραμ. πληρωτέα:
Επιταγές:
Σύνολο
Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία η μέση κυκλοφοριακή ταχύτητα των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεων ανέρχεται σε 2,56 φορές. Με βάση τις δύο κυκλοφοριακές ταχύτητες και σε συνδυασμό με τον ορισμό που δώσαμε για το ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως προκύπτει ότι:
510 x 4,14 > 660 x 2,56
Με άλλα λόγια φαίνεται ότι η επιχείρηση ρευστοποιεί κάθε 88 ημέρες περίπου 510 χιλ.€. και πληρώνει κάθε 145 ημέρες 660 χιλ.€. ή κατά μέσο όρο την ημέρα ρευστοποιεί 5,78χιλ.€ και πληρώνει αντίστοιχα την ημέρα 4,63χιλ.€.
Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μόνο η σχέση των κυκλοφοριακών ταχυτήτων των λογαριασμών του κεφαλαίου κινήσεως μπορεί να μας δώσει τις πληροφορίες περί ικανοποιητικού κεφαλαίου κινήσεως.
5. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΙΝΗΣΕΩΣ
Στην παραπάνω παράγραφο διαπιστώσαμε πόση σημασία και αξία ταυτόχρονα έχει η κυκλοφοριακή ταχύτητα των περιουσιακών στοιχείων του κυκλοφοριακού ενεργητικού και του βραχυπροθέσμου παθητικού στον προσδιορισμό την αναγκαίας εκείνης συνθήκης με την οποία το κεφάλαιο κινήσεως της επιχείρησης χαρακτηρίζεται ικανοποιητικό.
Το πρώτο και ουσιαστικό το οποίο θα πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι οι κυκλοφοριακές ταχύτητες των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης εκφράζουν διαχρονικές τάσεις μόνο και τίποτα άλλο. Αυτό ισχύει και για όλους σχεδόν τους αριθμοδείκτες που προσδιορίζονται από τα αποτελέσματα χρήσεως και τον ισολογισμό της επιχείρησης. Εκτός από αυτό δεν είναι λίγες φορές που ο τρόπος προσδιορισμού των δεικτών και μάλιστα των κυκλοφοριακών ταχυτήτων γίνεται με εσφαλμένο τρόπο.
Προκειμένου να προσδιορίσουμε τις κυκλοφοριακές ταχύτητες των περιουσιακών στοιχείων κυρίως συσχετίζουμε τα υπόλοιπα των λογαριασμών αυτών με τις πωλήσεις ή το κόστος πωληθέντων ή ακόμη και τα μέσα υπόλοιπα των λογαριασμών (αρχικά + τελικά)/2. Αν θέλουμε όμως να είμαστε ακριβείς στις εκτιμήσεις μας και ειδικότερα σε ότι αφορά τις κυκλοφοριακές ταχύτητες των στοιχείων του κεφαλαίου κινήσεως θα πρέπει να λαμβάνουμε το μέσο σταθμικό όρο των υπολοίπων των λογαριασμών. Αν δε λάβουμε υπόψη το μέσο σταθμικό όρο, τότε το μόνο που διαπιστώνουμε είναι τις διαχρονικές τάσεις που σημειώνονται. Αυτό γίνεται περισσότερο σαφές από το σχετικό παράδειγμα που ακολουθεί:
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ
ΤΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ
Μία εμπορική επιχείρηση εξοφλεί τους προμηθευτές των εμπορευμάτων της κάθε τρεις μήνες. Η επιχείρηση στο τέλος κάθε τριμήνου αγοράζει εμπορεύματα ίσα με τις ανάγκες των πωλήσεων του επόμενου τριμήνου (τρέχοντος τριμήνου). Τα αποθέματα της επιχείρησης στο τέλος του 2010 ήταν 50.000.000 εκ. όσο και το υπόλοιπο των προμηθευτών. Η επιχείρηση πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του έτους 2011 τις παρακάτω αγορές και πωλήσεις:
Ημερομηνία |
Ύψος αγορών |
Πωλήσεις |
31.03.2011 |
60.000.000 |
62.500.000 α΄τρίμηνο |
30.06.2011 |
40.000.000 |
75.000.000 β΄τρίμηνο |
30.09.2011 |
70.000.000 |
50.000.000 γ΄τρίμηνο |
31.12.2011 |
80.000.000 |
87.500.000 δ΄τρίμηνο |
Σύνολο |
250.000.000 |
275.000.000 |
Τα τελικά αποθέματα στο τέλος του 2011 είναι 80εκ.€
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που έχετε, καλούμαστε να επαναβεβαιώσουμε την πιστωτική πολιτική της επιχείρησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του παραδείγματος, το κόστος πωληθέντων της επιχείρησης για το έτος 2011 έχει ως εξής:
Αρχικά αποθέματα 31/12/2010: 50.000.000
Αγορές έτους 2011:
– Τελικά αποθέματα 31/12/2011: – 80.000.000
Κόστος πωληθέντων: 220.000.000
Το γεγονός ότι κάθε τρίμηνο η επιχείρηση αγοράζει ποσότητες ίσες με τις πωλήσεις του επόμενου τριμήνου και εξοφλεί τους προμηθευτές στο τέλος του επόμενου τριμήνου το ύψος των προμηθευτών κατά τη διάρκεια του έτους 2011 είχε ως εξής:
Τρίμηνο του έτους Υπόλοιπα προμηθευτών
Α
Β
Γ
Δ
Αν εφαρμόσουμε τις κλασικές τεχνικές που προτείνονται για τον προσδιορισμό της κυκλοφοριακής ταχύτητας των προμηθευτών θα έχουμε:
1) Κυκλοφοριακή ταχύτητα προμηθευτών με βάση το υπόλοιπο 31/12/2011:
220.000.000 = 2,75 ή 132,73 ημέρες.
80.000.000
2) Κυκλοφοριακή ταχύτητα προμηθευτών με βάση τα μέσα υπόλοιπα (αρχή + τέλος)/2:
220.000.000 = 3,38 ή 107,99 ημέρες.
65.000.000