RISK MANAGEMENT
ΕΝΤΟΠΙΖΟΥΜΕ, ΜΕΤΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ.
Η ασφάλιση και διαχείριση του επιχειρηματικού κινδύνου μέσα από τη λειτουργία της επιχείρησης
1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Τα τελευταία χρόνια οι επιχειρήσεις στη χώρα μας βρίσκονται μπροστά σε μια σειρά μεταβολών που διαφοροποιούν εντελώς το επιχειρηματικό περιβάλλον του χθες με το σήμερα. Ποτέ στα προηγούμενα χρόνια δεν είχαμε τόσες μεταβολές με τόση ταχύτητα και ένταση σε μικρό χρονικό διάστημα. Οι μεταβολές αυτές αυξάνουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο και την αβεβαιότητα. Αν η επιχείρηση ήταν άνθρωπος, ο επιχειρηματικός κίνδυνος θα ήταν η διαρκής και έντονη αγωνία του για ένα καλύτερο αύριο κάτω από το φόβο των απρόβλεπτων καταστάσεων της αποτυχίας και της κατάρρευσης.
Η αποτελεσματική διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων, η ανάληψη δραστηριοτήτων, ενεργειών και ευθυνών δημιουργεί στην πράξη μια σειρά από κινδύνους που έρχεται να αντιμετωπίσει η επιχείρηση ή ο επιχειρηματίας. Ο επιχειρηματίας είναι το άτομο εκείνο που σκέπτεται μία επενδυτική ιδέα, την καλλιεργεί στο μυαλό του, τη σχεδιάζει, την προγραμματίζει, την υλοποιεί και την ελέγχει. Με άλλα λόγια τα στάδια που ακολουθεί η σκέψη του επιχειρηματία δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι βασικές λειτουργίες του Management, δηλαδή κατά σειρά σχεδιασμός, προγραμματισμός και έλεγχος.
Τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η επιχείρηση από τη γέννηση της μέχρι την πλήρη ανάπτυξη ή την πτώχευση θα αναπτύξουμε στην εργασία μας αυτή.
Μία ειδική υπηρεσία της FBSπου οδηγεί την επιχείρηση σε ασφαλές επιχειρηματικό περιβάλλον, αποτελεί η παρούσα μεθοδολογική προσέγγιση.
Η διασφάλιση της βιωσιμότητας και της μακροχρόνιας παρουσίας της επιχείρησης αποτελεί έναν από τους βασικούς στρατηγικούς στόχους κάθε επιχείρησης.
Η βιωσιμότητα της επιχείρησης εξαρτάται από τους κινδύνους που αντιμετωπίζει και κατά συνέπεια η αντιμετώπιση και η διαχείριση αυτών των κινδύνων είναι αυτό που χαρακτηρίζει την αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης.
Ο εντοπισμός, η μέτρηση και η θεραπεία αυτών των κινδύνων για την εταιρία μας (FBS)αποτελεί μία ειδική μεθοδολογία προσαρμοσμένη στις εκάστοτε ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε επιχείρησης.
Η μεθοδολογία μας αυτή ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ σε επιχειρήσεις που είναι αποφασισμένες να επιβιώσουν σε ένα σύγχρονο, απαιτητικό περιβάλλον, αντιμέτωπες σε μια σειρά επιχειρηματικών κινδύνων.
2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Η έννοια του επιχειρηματικού κινδύνου είναι μία ευρεία έννοια, η οποία περιλαμβάνει μία σειρά επιμέρους κινδύνους. Η διάκριση και η κατάταξη των κινδύνων αυτών κατά την άποψη μας θα μπορούσε να γίνει με βάση την φάση που παρουσιάζεται ο κίνδυνος και τον τομέα της δραστηριότητας. Μία γενική διάκριση των κινδύνων στις βασικές κατηγορίες θα μπορούσε να είναι:
Α) Επενδυτικός και χρηματοδοτικός κίνδυνος
Ο επενδυτικός κίνδυνος εμφανίζεται κατά την φάση της λήψης απόφασης μιας επενδυτικής απόφασης, ο οποίος συνδέεται άμεσα με το χρηματοδοτικό σχήμα της επένδυσης(χρηματοδοτικός κίνδυνος). Ο χρηματοδοτικός κίνδυνος, συνδέεται με μια σειρά άλλων στοιχείων της επιχείρησης.
Β) Λειτουργικός κίνδυνος
Στην κατηγορία του λειτουργικού κινδύνου και ειδικότερα στον τρόπο μέτρησης του κινδύνου αυτού έχουμε:
1. Τον βαθμό μεγέθυνσης του όγκου δραστηριότητας
2. Τη διαβάθμιση και διαχρονική κλιμάκωση της επίτευξης του νεκρού σημείου της επιχείρησης.
3. Τη λειτουργική μόχλευση της επιχείρησης και το ύψος του EBITDA
Γ) Κίνδυνος ρευστότητας
Ο κίνδυνος ρευστότητας αναφέρεται:
1. Στο ικανοποιητικό κεφάλαιο κινήσεως
2. Στον κίνδυνο των πελατών, ανάληψη πιστωτικού κινδύνου
3. Στον κίνδυνο των προμηθευτών.
4. Στο δείκτη ειδικής ρευστότητας
5. Στον κίνδυνο αποθεμάτων (αποθεματοποίηση)
3. Ο ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Ο πρώτος κατά σειρά κίνδυνος κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι ο επενδυτικός κίνδυνος που αντιμετωπίζει η επιχείρηση. Ο κίνδυνος αυτός συνδέεται με την έναρξη μιας επένδυσης και είναι ενσωματωμένος στο σκέλος των επενδυτικών αποφάσεων. Οι επενδυτικές αποφάσεις είναι οι πλέον σημαντικές αφού δεσμεύονται σημαντικά ποσά για μακρύ χρονικό διάστημα των οποίων η απόδοση είναι αβέβαιη. Η αβεβαιότητα αυτή εκφράζει και τον κίνδυνο της επενδυτικής απόφασης.
Σύμφωνα με τον ορισμό της επένδυσης, ως επένδυση εννοούμε «τη δέσμευση χρηματοδοτικών πόρων με την προσδοκία οφέλους». Το όφελος αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την προσδοκώμενη απόδοση, μία απόδοση πολύ αβέβαιη και τις περισσότερες φορές μη σαφώς προσδιορισμένη. Κάθε επενδυτική απόφαση χωρίς μελέτη του επενδυτικού κινδύνου επιδεινώνει την αβεβαιότητα και τις περισσότερες φορές διαψεύδει τις προσδοκίες του επενδυτή.
Έτσι, με βάση τα παραπάνω θα λέγαμε ότι ο επενδυτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει μία επενδυτική δραστηριότητα στο βαθμό κατά τον οποίο η απόδοση θα ικανοποιεί τις προσδοκίες του επενδυτή. Ο επενδυτικός κίνδυνός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την απόδοση και μάλιστα παρουσιάζουν υψηλό βαθμό αρνητικής συσχέτισης.
Βέβαια θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι σε μία επενδυτική απόφαση μία καλή έρευνα αγοράς, ένας καλός σχεδιασμός και προγραμματισμός και ένας πολύ καλός προϋπολογισμός είναι στοιχεία και προϋποθέσεις που συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του επενδυτικού κινδύνου χωρίς όμως να τον εξαλείφουν. Δεν υπάρχει καμία επενδυτική απόφαση στον χώρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς επενδυτικό κίνδυνο.
Τέλος σε ό,τι αφορά την έννοια του επενδυτικού κινδύνου, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κίνδυνος αυτός τις περισσότερες φορές δημιουργεί καταστάσεις μη ανατρέψιμες όταν αυτός είναι αποτέλεσμα ενός κακού σχεδιασμού της επένδυσης. Ο κακός σχεδιασμός μίας επένδυσης φαίνεται συνήθως από την σχέση του ύψους των επενδυτικών δαπανών σε σχέση με τον όγκο δραστηριότητας (πωλήσεις) της επιχείρησης (χαμηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα παγίων περιουσιακών στοιχείων).
4. ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ –
ΚΟΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Οι επενδυτικές δραστηριότητες ή καλύτερα οι επενδυτικές αποφάσεις προηγούνται των χρηματοδοτικών αποφάσεων. Έτσι, με την απόφαση για την εξέταση μιας επενδυτικής ευκαιρίας, το επόμενο ερώτημα που αναζητεί απάντηση είναι ποιες θα είναι οι πηγές χρηματοδότησης μιας επένδυσης. Έτσι, με βάση το προβλεπόμενο μίγμα χρηματοδότησης της επένδυσης διαμορφώνεται το χρηματοδοτικό σχήμα της επένδυσης. Όποια και αν είναι η πηγή χρηματοδότησης μιας επένδυσης αυτό έχει κόστος. Ο μέσος σταθμικός όρος του κόστους των πηγών χρηματοδότησης ονομάζεται κόστος κεφαλαίου. Στην παράγραφο αυτή δεν θα εμβαθύνουμε στην έννοια του κόστους κεφαλαίου αφού το ενδιαφέρον μας θα πρέπει να στραφεί στον χρηματοδοτικό κίνδυνο.
Έτσι, με βάση το χρηματοδοτικό σχήμα μιας επένδυσης διαμορφώνεται το κόστος κεφαλαίου και κατ’ επέκταση έχουμε και τον ανάλογο χρηματοδοτικό κίνδυνο. Προκειμένου να γίνει αυτό σαφές, θα απλοποιήσουμε πρώτα την έννοια ή καλύτερα τον ορισμό του ισολογισμού. Έτσι, θα λέγαμε απλά ότι ο ισολογισμός είναι ένας πίνακας που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση της επιχείρησης. Στον πίνακα αυτό το παθητικό της επιχείρησης εκφράζει τις πηγές χρήσεως κεφαλαίων ενώ το ενεργητικό εκφράζει τη μετατροπή των απασχολούμενων κεφαλαίων σε πάγια, αποθέματα, απαιτήσεις και διαθέσιμα. Ο απλός αυτός ορισμός και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το παθητικό, μας οδηγεί στον ορισμό του κόστους κεφαλαίου.
Αν δεχθούμε ότι ο τόκος είναι η αμοιβή της χρήσης κεφαλαίου, τότε το κόστος κεφαλαίου είναι το μέσο σταθμικό επιτόκιο των πηγών χρηματοδότησης(χρήσεων κεφαλαίων).
5. ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Ο λογαριασμός προμηθευτές αποτελεί μία ουσιαστική πηγή χρηματοδότησης. Οι προμηθευτές συνήθως χρησιμοποιούνται ως πηγή χρηματοδότησης για κεφάλαια κινήσεως(πιστώσεις προμηθευτών). Η ένταξη των προμηθευτών στο χρηματοδοτικό σχήμα μιας επένδυσης εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τις προοπτικές και τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Αυτό συμβαίνει γιατί τα ανοιχτά υπόλοιπα των προμηθευτών γίνονται γρήγορά επιταγές πληρωτέες βραχυχρόνιας διάρκειας ενώ από την ίδια την επένδυση υπάρχει σχετική υστέρηση στη δημιουργία εισροών για την αποπληρωμή των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων.
Το ίδιο με την περίπτωση των προμηθευτών ισχύει και για την περίπτωση του βραχυπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού αφού και σ’ αυτή την περίπτωση οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται έχουν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα. Δεν είναι λίγες οι φορές που εξαιτίας της ένταξης στο χρηματοδοτικό σχήμα των προμηθευτών και του βραχυπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού πολλές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν πρόβλημα βιωσιμότητας.
Προκειμένου να διαπιστώσουμε τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η επιχείρηση από μια τέτοια χρηματοδοτική πολιτική, χρησιμοποιούμε τον Δείκτη Υγιούς Χρηματοδότησης(Δ.Υ.Χ.). Ο δείκτης υγιούς χρηματοδότησης δίνεται από την σχέση:
Δ.Υ.Χ. = Διαρκή κεφάλαια της επιχείρησης
Πάγιες εγκαταστάσεις
Προκειμένου η χρηματοδοτική πολιτική της επιχείρησης να χαρακτηρίζεται υγιής θα πρέπει ο παραπάνω δείκτης να είναι μεγαλύτερος της μονάδος. Στην έννοια των διαρκών κεφαλαίων της επιχείρησης περιλαμβάνονται τα ίδια κεφάλαια και οι μακροχρόνιες υποχρεώσεις της επιχείρησης.
Ο δείκτης υγιούς χρηματοδότησης (Δ.Υ.Χ.) πρέπει να παίρνει τιμή μεγαλύτερη της μονάδος (Δ.Υ.Χ. >1). Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο δείκτης αυτός είναι μεγαλύτερος της μονάδος, αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις της επιχείρησης χρηματοδοτούνται κατά 100% από ίδια κεφάλαια και μακροχρόνιες υποχρεώσεις και το υπόλοιπο τμήμα(ποσοστό) αποτελεί το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως, χωρίς να εξετάζουμε στην περίπτωση αυτή αν αυτό το μόνιμο κεφάλαιο κινήσεως είναι ικανοποιητικό για την επιχείρηση. Για το θέμα αυτό θα αναφερθούμε στη συνέχεια όταν θα εξετάσουμε τον κίνδυνο ρευστότητας της επιχείρησης. Το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στον χρηματοδοτικό κίνδυνο, έτσι θα πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ο δείκτης υγιούς χρηματοδότησης είναι μικρότερος της μονάδος(Δ.Υ.Χ. <1).
Σε μια τέτοια περίπτωση σημαίνει ότι τμήμα των επενδύσεων της επιχείρησης χρηματοδοτήθηκε από βραχυχρόνιες υποχρεώσεις, γεγονός που σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε υψηλό χρηματοδοτικό κίνδυνο. Το συμπέρασμα(διαπίστωση) αυτό προκύπτει από τις παρακάτω συνέπειες αυτής της χρηματοδοτικής πολιτικής:
1) Η επιχείρηση στερείται μόνιμου κεφαλαίου κινήσεως(Μ.Κ.Κ.),γεγονός που μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία της επιχείρησης.
2) Οι επενδύσεις δεν δημιουργούν πάντοτε άμεσα εισροές ενώ οι υποχρεώσεις είναι βραχυπρόθεσμα απαιτητές.
3) Σε μια τέτοια περίπτωση αυξάνεται σημαντικά ο χρηματοδοτικός κίνδυνος της επιχείρησης, ο οποίος στη συνέχεια εκφράζεται ως κίνδυνος ρευστότητας.
6. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Μετά το τέλος της επενδυτικής φάσης έρχεται η φάση της έναρξης λειτουργίας της επιχείρησης.
Στην φάση της έναρξης δραστηριότητας της επιχείρησης έρχονται νέοι κίνδυνοι και η αγωνία της επιχείρησης για ικανοποιητικές επιδόσεις εντείνεται. Τους κινδύνους αυτούς που αντιμετωπίζει η επιχείρηση από την φάση της έναρξης της δραστηριότητας και στη συνέχεια, οι οποίοι συνδέονται με τις επιδόσεις, τους ονομάζουμε λειτουργικούς κινδύνους. Οι λειτουργικοί αυτοί κίνδυνοι αναφέρονται:
α) Στον ρυθμό μεγέθυνσης
β) Στην επίτευξη του νεκρού σημείου της επιχείρησης
γ) Στη λειτουργική μόχλευση
Αναμφισβήτητα ένας από τους θετικούς δείκτες της δραστηριότητας μιας επιχείρησης είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης, ο οποίος εκφράζεται με τη διαχρονική μεταβολή των πωλήσεων. Η αύξηση του κύκλου εργασιών σημαίνει αύξηση της διεισδυτικότητας της επιχείρησης στην αγορά και στις περισσότερες περιπτώσεις αύξησης του μεριδίου αγοράς.
Το ερώτημα που τίθεται στην περίπτωση αυτή είναι ποιος θεωρείται ικανοποιητικός ρυθμός μεγέθυνσης και πώς ο δείκτης αυτός(το ποσοστό) συνδέεται με τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Μια κατ’ αρχήν «απάντηση» στο ερώτημα αυτό θα ήταν όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός μεγέθυνσης μιας επιχείρησης τόσο καλύτερος. Αυτό όμως δε σημαίνει πάντα ότι ένας μεγάλος ρυθμός μεγέθυνσης σημαίνει και υψηλές αποδόσεις. Αυτό ισχύει(υψηλές αποδόσεις) όταν όλα τα κοστολογικά στοιχεία τελούν υπό πλήρη έλεγχο.
Σε ό,τι αφορά τα κριτήρια του ρυθμού μεγέθυνσης(ύψος ποσοστού) θα λέγαμε ότι αυτά συνδέονται με:
I. Ο ρυθμός μεγέθυνσης θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος του πληθωρισμού. Αν δεν ισχύει αυτό, παρά τη σημειούμενη αύξηση του κύκλου εργασιών, αυτή ενδεχομένως να είναι αρνητική αφού σε μια τέτοια περίπτωση σε «πραγματικές τιμές» η αύξηση του κύκλου εργασιών είναι …αρνητική. Π.χ. με πληθωρισμό 10% και αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 8% η πραγματική μεταβολή του κύκλου εργασιών είναι –2%. Αν αυτό συνεχίζεται διαχρονικά σημαίνει ότι η επιχείρηση είναι υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου.
II. Ένα δεύτερο κριτήριο που εφαρμόζεται είναι η σύγκριση του ρυθμού αύξησης του κύκλου εργασιών της επιχείρησης σε σχέση με το μέσο όρο του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση. Όταν ο ρυθμός μεγέθυνσης της επιχείρησης είναι μικρότερος από το 75% του κλάδου αυτό σημαίνει ότι αντιμετωπίζει υψηλό επιχειρηματικό κίνδυνο.
Ένας από τους βραχυχρόνιους και ελάχιστους στόχους μίας επιχείρησης θα λέγαμε ότι είναι να επιτύχει τουλάχιστον εκείνο τον όγκο δραστηριότητας, ο οποίος να αντισταθμίζει τα έξοδα της. Στην παράγραφο αυτή δεν θα προχωρήσαμε στην ανάλυση της τεχνικής του νεκρού σημείο, αλλά θα εξετάσουμε τον τρόπο κατά τον οποίο η τεχνική του νεκρού σημείου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο προσδιορισμού του νεκρού σημείου.
Το νεκρό σημείο της επιχείρησης σε αξία δίνεται από την παρακάτω σχέση:
Νεκρό σημείο = Σταθερά έξοδα
Της επιχείρησης μεταβλητό περιθώριο κέρδους
Ως γνωστό τα σταθερά έξοδα είναι εκείνα τα έξοδα της επιχείρησης, τα οποία επιβαρύνουν την επιχείρηση ανεξάρτητα από τον όγκο δραστηριότητας. Αντίθετα, μεταβλητά έξοδα είναι εκείνα τα έξοδα της επιχείρησης που είναι πλήρως αναλογικά με τον όγκο δραστηριότητας της επιχείρησης. Το νεκρό σημείο της επιχείρησης μπορεί να εκφρασθεί:
α) Σε μονάδες προϊόντος με δεδομένο μίγμα πωλήσεων
β) Σε επίπεδο παραγωγικής δυναμικότητας
γ) Σε επίπεδο κύκλου εργασιών
Με βάση το εννοιολογικό περιεχόμενο της τεχνικής του Νεκρού Σημείου γίνεται σαφές ότι σε όσο μεγαλύτερο όγκο δραστηριότητας μια επιχείρηση επιτυγχάνει το Νεκρό Σημείο, τόσο μεγαλύτερο επιχειρηματικό κίνδυνο αντιμετωπίζει. Προσδιοριστικοί παράγοντες για τη διαμόρφωση αυτού του επιχειρηματικού κινδύνου είναι το ύψος των σταθερών εξόδων και η τιμή του μεταβλητού περιθωρίου κέρδους. Πιο συγκεκριμένα, το Νεκρό Σημείο της επιχείρησης αυξάνεται σημαντικά σε επίπεδο όγκου εργασιών όταν έχουμε μεγάλο ύψος σταθερών εξόδων και χαμηλό περιθώριο κέρδους. Αντίθετα, το Νεκρό Σημείο της επιχείρησης, επιτυγχάνεται σε χαμηλό κύκλο εργασιών όταν τα σταθερά έξοδα είναι χαμηλά και το μέσο μεταβλητό περιθώριο κέρδους υψηλό.
Με βάση όσα αναφέραμε παραπάνω μια επιχείρηση, η οποία επιτυγχάνει το Νεκρό Σημείο στο 75% του αναμενόμενου κύκλου εργασιών χαρακτηρίζεται υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου.
Η φύση και η σύνθεση των δαπανών αποτελούν βασικές παραμέτρους του επιχειρηματικού κινδύνου και δεν είναι λίγες οι φορές που τα στοιχεία αυτά είναι προσδιοριστικά για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Η εισαγωγή ενός νέου προϊόντος στη δραστηριότητα της επιχείρησης, η εισαγωγή νέων προγραμμάτων παραγωγής και προγραμμάτων αυτοματοποίησης επηρεάζουν εντελώς τη συμπεριφορά της κερδοφορίας μιας επιχείρησης. Το φαινόμενο βέβαια αυτό αποκτά ιδιαίτερη αξία και σημασία στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων. Η μεταβολή της κερδοφορίας της επιχείρησης σε σχέση με την μεταβολή του όγκου δραστηριότητας σε συνδυασμό με τη σχέση των σταθερών και μεταβλητών εξόδων απαιτεί τη γνώση της έννοιας λειτουργικής μόχλευσης. Στην επιχειρηματική πρακτική, ο όρος βαθμός μόχλευσης σημαίνει απλά ότι μια μικρή μεταβολή του όγκου δραστηριότητας της επιχείρησης(αύξηση) μπορεί να επιφέρει μια πολύ μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας της επιχείρησης.
Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η λειτουργική μόχλευση εξετάζει της μεταβολές που έχουμε στην κερδοφορία της επιχείρησης όταν μεταβάλλονται ο κύκλος εργασιών ή τα έξοδα της επιχείρησης.
Στην πράξη όμως ο άγνωστος Χ για την επιχείρηση είναι η μεταβολή του κύκλου εργασιών(πωλήσεων) διότι ο παράγων έξοδα της επιχείρησης είναι γνωστός στον επιχειρηματία. Έτσι, τις περισσότερες φορές είναι αδύνατο ο επιχειρηματίας να απαντήσει στο ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι η αύξηση του κύκλου εργασιών(πωλήσεων) σε μια δεδομένη αύξηση των εξόδων.
7. ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η επιχείρηση αναφέρεται στην «ρευστότητα». Με τον όρο ρευστότητα εννοούμε την ικανότητα που θα πρέπει να διαθέτει η επιχείρηση να μπορεί να αντεπεξέρχεται στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις. Η έλλειψη αυτής της δυνατότητας δημιουργεί μία σειρά από κινδύνους και δεν είναι λίγες φορές που οι κίνδυνοι αυτοί οδηγούν στο κλείσιμο της επιχείρησης.
Ο κίνδυνος ρευστότητας είναι μία γενική έννοια, η οποία συνδέεται γενικότερα με την πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως. Το γεγονός όμως ότι η πολιτική του κεφαλαίου κινήσεως προσδιορίζεται από μία σειρά παραμέτρων, έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε επιμέρους κινδύνους. Με βάση λοιπόν τα δεδομένα αυτά, οι κατηγορίες του κινδύνου της ρευστότητας διαμορφώνονται ως εξής:
Α) Συνολικός κίνδυνος ρευστότητας
Β) Κίνδυνος αποθεμάτων
Γ) Πιστωτικός κίνδυνος
Α. ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Ο συνήθης τρόπος αξιολόγησης της ρευστότητας της επιχείρησης γίνεται με τους δύο βασικούς δείκτες, τον δείκτη γενικής ρευστότητας και τον δείκτη άμεσης ρευστότητας. Οι τιμές των δύο αυτών δίνονται από τις παρακάτω σχέσεις:
Γενική Ρευστότητα = Κυκλοφοριακό ενεργητικό/ Βραχυπρόθεσμο παθητικό
Άμεση Ρευστότητα =Κυκλοφ. ενεργητικό–Αποθέματα/ Βραχ. παθητικό
Από πολλούς υποστηρίζεται ότι εφόσον ο πρώτος δείκτης είναι μεγαλύτερος της μονάδος και ο δεύτερος δείκτης βρίσκεται στα επίπεδα περίπου κοντά στη μονάδα, τότε η επιχείρηση δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο ρευστότητα. Η άποψη αυτή δεν ισχύει πάντοτε, διότι μπορεί οι δύο παραπάνω δείκτες να βρίσκονται σε επίπεδα πολύ μεγαλύτερα της μονάδος και η επιχείρηση να αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα ρευστότητας. Αντίθετα, μπορεί να έχουμε ιδιαίτερα χαμηλούς δείκτες και η επιχείρηση να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα ρευστότητας.
Τα παραπάνω συμβαίνουν –και αυτό θα πρέπει να γίνει σαφές από όλους –διότι προσδιοριστικός παράγοντας της ρευστότητας μιας επιχείρησης είναι ο «χρόνος». Η ικανότητα της επιχείρησης να αντεπεξέρχεται από πλευράς ρευστότητας σχετίζεται άμεσα με τη μέση σταθμική κυκλοφοριακή ταχύτητα των περιουσιακών στοιχειών του κυκλοφοριακού ενεργητικού(βαθμός ή χρόνος ρευστοποίησης) σε συνδυασμό με την κυκλοφοριακή ταχύτητα του βραχυπρόθεσμου παθητικού. Έτσι, ο παραπάνω δείκτης της Γενικής ρευστότητας διαμορφώνεται ως εξής:
Γ.Ρ. = Κυκλοφ. Ενεργητικό Χ Κυκλοφορ.ταχύτητα κυκλοφ. ενεργητικού
Βραχυπ.Παθητικό Χ Κυκλοφ.ταχύτητα Βραχ.παθητικού
Έτσι, με βάση τώρα τον διαμορφωμένο δείκτη της γενικής ρευστότητας μια επιχείρηση δεν αντιμετωπίζει κινδύνους από πλευράς ρευστότητας μόνον όταν και εφόσον, ο παραπάνω δείκτης είναι ίσος ή μεγαλύτερος της μονάδος. Η έλλειψη ικανοποιητικής ρευστότητας οδηγεί αναπόφευκτα την επιχείρηση στον βραχυχρόνιο δανεισμό. Ο βραχυχρόνιος τραπεζικός δανεισμός αυξάνει τον βαθμό εξάρτησης της επιχείρησης από ξένα κεφάλαια και ταυτόχρονα οι τόκοι και τα συναφή έξοδα του βραχυχρόνιου τραπεζικού δανεισμού επηρεάζουν την αποδοτικότητα της επιχείρησης.
Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι ο συνολικός κίνδυνος ρευστότητας δημιουργεί επιπρόσθετους κινδύνους με δυσμενείς επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και στον βαθμό εξάρτησης της επιχείρησης από ξένα κεφάλαια.
Β. ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ
Όπως συμβαίνει με την περίπτωση των πελατών, έτσι και στην περίπτωση των αποθεμάτων, αναφερόμαστε σε «επενδυτική απόφαση» της επιχείρησης. Ο κίνδυνος της υπεραποθεματοποίησης είναι ένα από τα βασικά προβλήματα(κινδύνους) που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Το φαινόμενο της υπεραποθεματοποίησης εκφράζεται στην πράξη με χαμηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων. Μεταξύ των δυσμενών επιπτώσεων και συνεπειών της χαμηλής κυκλοφοριακής ταχύτητας των αποθεμάτων είναι:
1.Αυξημένες ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως.
2.Υψηλό χρηματοοικονομικό κόστος.
3. Μεγάλα έξοδα διατήρησης(αποθήκευσης) και συντήρησης αποθεμάτων.
4. Οικονομική απαξίωση.
5. Μείωση της αποδοτικότητας της επιχείρησης.
Η θεραπεία του φαινομένου της υπεραποθεματοποίησης πολλές φορές απαιτεί χρόνο και οι λύσεις είναι επώδυνες για την επιχείρηση(ρευστοποίηση των αποθεμάτων σε τιμές κάτω του κόστους). Ο συνεχής έλεγχος της στάθμης των αποθεμάτων κατά κατηγορίες προϊόντων ή και κατά κωδικό αριθμό είναι μια εργασία επιτακτική και αναγκαία προκειμένου να ελαχιστοποιήσουμε τους κινδύνους της υπεραποθεματοποίησης. Η σύνδεση του προϋπολογισμού των αγορών σε σχέση με το ύψος των πωλήσεων και την κυκλοφοριακή ταχύτητα θέτει υπό έλεγχο το ύψος των αποθεμάτων.
Ο μεγάλος χρόνος παραμονής των αποθεμάτων στην αποθήκη καθιστά το χρηματοοικονομικό κόστος απαγορευτικό.
Γ. ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Είναι αλήθεια ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πωλήσεων γίνονται με χρέωση των λογαριασμών «ανοιχτά υπόλοιπα» ή «μεταχρονολογημένες επιταγές». Τόσο με την αύξηση των πελατών όσο και των μεταχρονολογημένων επιταγών, ο παράγων χρηματοοικονομικό κόστος υπάρχει και στις δύο περιπτώσεις εφόσον μεσολαβεί χρόνος μεταξύ της έκδοσης του τιμολογίου και της τελικής εξόφλησης του τιμολογίου. Βέβαια, το στοιχείο αυτό είναι γνωστό στην επιχείρηση αφού οι πιστώσεις προς τους πελάτες, όπως και στην περίπτωση των αποθεμάτων, δημιουργεί ανάγκες για κεφάλαια κινήσεως. Είναι όμως πολλές φορές που το χρηματοοικονομικό κόστος σε συνδυασμό με τις εκπτώσεις που χορηγούνται καθίσταται απαγορευτικό για την επιχείρηση αφού στις περιπτώσεις αυτές εξανεμίζεται το μικτό κέρδος και δεν μπορούμε να αναφερόμαστε τότε στην έννοια του καθαρού κέρδους.
Πέραν όμως του χρηματοοικονομικού κόστους και τα προβλήματα ρευστότητας που δημιουργεί η πιστωτική πολιτική προς τους πελάτες, σχεδόν πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα της μη εξόφλησης του τιμολογίου. Ο κίνδυνος της μη εξόφλησης του τιμολογίου και το κόστος που δημιουργείται στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να καταστεί προσδιοριστικός παράγων ακόμη και για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης.
8. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ
ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Στις προηγούμενες παραγράφους παρουσιάσθηκαν τα είδη του επιχειρηματικού κινδύνου και οι περιοχές ανίχνευσης αυτού. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι ανάλογα με την έκταση και την ένταση του κινδύνου προσδιορίζεται ο συνολικός επιχειρηματικός κίνδυνος. Η FBSπροχώρησε σε μία μεθοδολογία για την ποσοτικοποίηση του κινδύνου, ανάλογα την περιοχή του κινδύνου και τις ειδικές τιμές των αριθμοδεικτών κάθε περιοχής έχουμε τον σταθμισμένο δείκτη κινδύνου. Ο δείκτης κινδύνου παίρνει τιμές από 0% έως 100% μέγιστη τιμή κινδύνου. Η κλιμάκωση του ποσοστού του κινδύνου μας δίνει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κινδύνου. Έτσι έχουμε την παρακάτω σταθμική κατανομή του επιχειρηματικού κινδύνου (συντελεστής βαρύτητας):
Α/Α |
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (Περιοχή κινδύνου) |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ |
1 |
Κεφαλαιακή επάρκεια της επιχείρησης |
20% |
2 |
Δανειακή βιωσιμότητα |
25% |
3 |
Λειτουργική κερδοφορία |
15% |
4 |
Ρευστότητα χωρίς αποθέματα |
10% |
5 |
Εξόφληση συνολικών κεφαλαίων από λειτουργική κερδοφορία |
15% |
6 |
Χρηματοδοτικός κίνδυνος |
15% |
ΣΥΝΟΛΟ |
100% |
9.Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Με βάση τα όσα αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο, σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό μιας σειράς αριθμοδεικτών, έχουμε συντάξει την κλίμακα του επιχειρηματικού (συνολικού) κινδύνου της επιχείρησης. Ο συνολικός κίνδυνος και η κατάταξη προσδιορίζεται αυτόματα για κάθε επιχείρηση με βάση τις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και τα ενδιάμεσα αποτελέσματα χρήσης και τον ισολογισμό που προκύπτουν από το πρόσφατο ισοζύγιο. Η κλιμάκωση του κινδύνου έχει ως εξής:
Α/Α |
ΚΛΙΜΑΚΑ |
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ |
1 |
0 -30 % |
Σχεδόν ανύπαρκτος κίνδυνος |
2 |
31- 50% |
Χαμηλός κίνδυνος |
3 |
51-80% |
Διάχυτος ο επιχειρηματικός κίνδυνος σε πολλές περιοχές. Απαιτείται λεπτομερείς έλεγχος |
4 |
81-100% |
Η επιχείρηση χαρακτηρίζεται υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου. Απαιτείται άμεσα η ένταξή της στη διαδικασία εξυγίανσης |
ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η όλη παρουσίαση του θέματος έγινε κατά πλέον πρακτικό τρόπο, αποφεύγοντας επιμελώς τις θεωρητικές και στατιστικές προσεγγίσεις.
Η παρουσίαση έγινε με τη σκέψη μας στην επιχείρηση, επιχειρηματία και στα στελέχη επιχειρήσεων. Κάθε εργασία μας και δημοσίευσή μας χαρακτηρίζεται για το πρακτικό της περιεχόμενο, γιατί θα πρέπει κάθε πρόταση να αποτελεί ένα ουσιαστικό εργαλείο για την επιχείρηση.
Η εργασία μας αυτή συνδέεται με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, η οποία για την περίοδο που διανύουμε αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους για πολλές επιχειρήσεις.